Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

ΑΝΑΘΕΜΑ ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

Χρήστου Χρηστοβασίλη (1861-1937) 

Διηγήματα
ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΣΚΟΛΕΙΟΥ
  
Ένα βιβλίο που πρέπει να διαβάσει κάθε εκπαιδευτικός. Ο Ηπειρώτης συγγραφέας περιγράφει με πολλή παραστατικότητα και σχολιάζει χωρίς μεροληψία τα πικρά βιώματά του από τους πρώτους δασκάλους του, που εφάρμοζαν μια "θηριώδη" παιδαγωγική, έχοντας και την επιδοκιμασία των γονιών και του κοινωνικού περίγυρου. "Ανάθεμα τα γράμματα..." είναι ο χαρακτηριστικός υπότιτλος του βιβλίου του Χρήστου Χρηστοβασίλη. Η μαρτυρία του αποτελεί ιστορικό ντοκουμέντο, κείμενο για ιστορική, κοινωνιολογική και ψυχιατρική μελέτη. Η βία σε όλες της τις μορφές και τριπλή η καταπίεση από τον Τούρκο κατακτητή, το γονιό και το δάσκαλο...  
     Τα διηγήματα είναι συμπληρωματικά της παλιότερης ανάρτησής μας ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ "Η ΝΕΑ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ" και περιγράφουν το παλιό σχολείο και τις παλιές αντιπαιδαγωγικές μεθόδους των δασκάλων, με την έγκριση των γονιών. "Σου παραδίνω κρέας και να μου παραδώκεις κόκαλα", η τυπική φράση που έλεγε κάθε γονιός στο δάσκαλο, όταν πήγαινε το παιδί του στο σχολείο. 
     Και, για να προβληματιστούμε, σκεφτείτε μήπως και σήμερα η βία, μεταλλαγμένη και πονηρά κρυμμένη, είναι καθημερινά "παρούσα" στο σπίτι, στο σκολειό, στη δουλειά, στις πολιτικές και κοινωνικές δομές; Αν όχι, γιατί υπάρχει τόσο άγχος, τόση αγωνία, τόση ανασφάλεια, τόση βία, τόσος τρόμος; Γιατί και τα σύγχρονα εκπαιδευτικά, πολιτικά και κοινωνικά συστήματα δεν διαπαιδαγωγούν ανθρώπους ευτυχισμένους;  
   

ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΟ ΣΚΟΛΕΙΟ
    Τη Δευτέρα πρωί - πρωί με πήρε η μάνα μου άρρωστον, όπως ήμουν, και με πήγε στον νάρθηκα της εκκλησιάς του χωριού μας, όπου ο Παπ’ Αντριάς είχε στήσει το «Μικρό Σκολειό» μου, πρώτος δάσκαλος αυτός του πρώτου και τελευταίου σκολειού του χωριού μου ως την ώρα που γράφω το παρόν μου.
     Ήμουν ο πρώτος παρουσιαζόμενος μαθητής στο πρώτο αυτό σκολειό, και σε λίγο ήρθε και η αδερφή μου μόνη της και γενήκαμε δυο.
     Εκείνη τη στιγμή έφκιανε κάτι ο δάσκαλος ο Παπ’ Αντριάς με το σογιαδάκι του και, τελειώνοντας σε λίγο το έργο του αυτό, κρέμασε στον τοίχο μια δεσμίδα καινούριες βέργες, ένα αλλιώτικο εργαλείο, που έμαθα ύστερα ότι αυτός ήταν ο τρομερός και φοβερός φέλεκας, μια χεριά σουβλιά μικρά, σαν εκείνα που χαβώνουν τα κατσίκια, όταν γένονται μεγάλα και τ’ αποκόβουν, για να μη βυζάνουν πλεια, κι ένα κεφαλοκαύκαλο από το κοιμητήρι που ήταν εκεί κοντά!
     Μ’ έπιασε τρομάρα, όταν είδα όλα αυτά τα διαβολοσύνεργα του πρώτου δασκάλου μου, και κατάλαβα ότι έβγαιναν όλα αληθινά, ό,τι μας είχε ειπεί ο Τσιάβος1.
     Νιώθοντας η μάνα μου την τρομάρα που μ’ είχε πιάσει, έσκυψε και μου είπε σιγανά:
     ─ Μην τρομάζεις εσύ, μοναχέ μου! Αυτά δεν είναι για σένα… Είναι για τα κακά τα παιδιά… Γυρίζοντας ύστερα και προς το δάσκαλο, του είπε με σοβαρό τόνο:
     ─ Μη λάχει και μου τρομάξεις το παιδί μου μ’ αυτούς τους διαόλους που κρέμασες εκεί ψηλά! Θα λησμονήσω ότι είσαι δάσκαλος, παπάς και γαλατάδερφος του αντρός μου!
     Δεν της απάντησε τίποτε ο δάσκαλος, κι αυτή μας άφησε και γύρισε στο σπίτι, γνέθοντας φιρρρρρ-φιρρρρ-φιρρρρρ…
     Σε λίγο ήρθε ένας χωριανός μου με το παιδί του, το Γιάννη, που του φαίνονταν στα μάγουλα τα ίχνη των δακρυών, κι είπε του δασκάλου, παρουσιάζοντας τούτο:
     ─ Δάσκαλε, κυρ δάσκαλε! «Σου παραδίνω κρέας και να μου παραδώκεις κόκκαλα».
     Αυτό ήταν το τυπικό της εγγραφής των μαθητών εκείνου του καιρού, που ’χε παραλείψει η μάνα μου σκόπιμα.
     Και ειπόντας αυτά τα λόγια ο χωριανός μου, άφηκε το παιδί του εκεί κι έφυγε.
     Ύστερα από λίγο ήρθε κι άλλος ένας γονής φέροντας το παιδί του, τον Μήτρο, πιστάγκωνα δεμένο, γιατί δεν ήθελε να ’ρθει με το καλό, κι είπε κι αυτός το ίδιο τυπικό της εγγραφής:
     ─ Δάσκαλε, κυρ δάσκαλε! «Σου παραδίνω κρέας και να μου παραδώκεις κόκκαλα»!
     Και ειπόντας κι αυτός αυτά τα λόγια, άφησε το παιδί του όπως ήταν δεμένο κι έφυγε, και μείναμε εγώ κι η αδερφή μου δυο, ο Γιάννης τρεις, ο Μήτρος τέσσερες, ο Γιώργος, το παιδί του δασκάλου μας, πέντε κι ο δάσκαλός μας έξι.
     Τ’ άλλα τα παιδιά του χωριού δεν πάτησαν εκείνη τη χρονιά στο σκολειό μας.
     Άμα έφυγε η μάνα μου, ο δάσκαλος, άγριος και βλοσυρός, άρπαξε μια βέργα από τες κρεμασμένες στον τοίχο και την τσάκισε στες πλάτες και στους αρμούς του Μήτρου, επειδή δεν ήθελε να ’ρθει μόνος του στο σκολειό, κι ενώ ο άμοιρος αυτός φώναζε μ’ όλα του τα δυνατά:
     ─ Έφταιξα ο μαύρος, δάσκαλε! Δεν το ματακάνω!
     Ο δάσκαλος εξακολουθούσε να σπάζει βέργες απάνω του!
     Ύστερα από το γενναίο δαρμό του Μήτρου και το λύσιμό του, μας έδωκε ολωνών ο δάσκαλος από ένα πλατύ κόκκαλο, πλάτη τραγίσια, που ήταν απάνω γραμμένο με το χέρι ένας σταυρός, αρχή - αρχή τα εικοσιτέσσερα γράμματα της Αλφαβήτας κι οι δέκα αριθμοί.
     Από την αριστερή άκρη αυτής της κοκκάλας, που ’ναι σαν γωνιά τριγώνου, κρέμονταν δεμένο με σπάγκο ένα λιανό ξυλαράκι σε σχήμα και μέγεθος κοντυλοφόρου, που λέγονταν «δειχνί», γιατί θα δείχναμε μ’ αυτό τα γράμματα που θα μαθαίναμε να διαβάζομε.
     Άμα τέλειωσε η διανομή αυτού του παράξενου μονοσέλιδου κι άχαρτου βιβλίου, άρχισε ο δάσκαλος να μας διαβάζει όλους μαζί, κι εμείς επαναλαβαίναμε σαν παπαγάλοι ό,τι μας έλεγε αυτός, δείχνοντας με το δειχνί το κάθε ψηφί.
     ─ Σταυρέ, βοήθει μοι! Άρχισε ο δάσκαλος. Το δειχνί στο σταυρό απάνω!
     ─ Σταυρέ, βοήθει μοι! Επαναλαβαίναμε κι εμείς. Το δειχνί στο σταυρό απάνω!
     ─ Όχι, μωρέ ζαγάρια2, το δειχνί στο σταυρό απάνω! Φώναζε ο δάσκαλος με θυμό.
     ─ Όχι, ζαγάρια, το δειχνί στο σταυρό απάνω! Επαναλάβαμε κι εμείς πάλε μηχανικά, κι όσο να καταλάβομε ότι δεν έπρεπε να επαναλαβαίνουμε τη φράση «το δειχνί στο σταυρό απάνω», πέρασε κάμποση ώρα κι έφαγαν αρκετούς μπάτσους ο Γιώργος, ο Μήτρος κι ο Γιάννης, οι συμμαθητάδες μου.
     ─ Άλφα, ο δάσκαλος. και το δειχνί απάνω στην άλφα, που ’ναι ύστερα από το σταυρό.
     ─ Άλφα! Κι εμείς όλοι μαζί.
     ─ Βήτα! ο δάσκαλος. Βήτα! κι εμείς.
     ─ Γάμα! ο δάσκαλος. Γάμα! κι εμείς.
     ─ Δέλτα! ο δάσκαλος. Δέλτα! κι εμείς.
     ─ Έψιλον! ο δάσκαλος. Έψιλον! κι εμείς.
     ─ Ζήτα! ο δάσκαλος. Ζήτα! κι εμείς.
     ─ Ήτα! ο δάσκαλος. Ήτα! κι εμείς.
     ─ Θήτα! ο δάσκαλος. Θήτα! κι εμείς.
     ─ Γιώτα! ο δάσκαλος. Γιώτα! κι εμείς.
     ─ Κάππα! ο δάσκαλος. Κάππα! κι εμείς.
     ─ Λάβδα! ο δάσκαλος. Λάβδα! κι εμείς.
     ─ Μι! ο δάσκαλος. Μι! κι εμείς.
     ─ Νι! ο δάσκαλος. Νι! κι εμείς.
     ─ Ξι! ο δάσκαλος. Ξι! κι εμείς.
     Αλλά ενώ προχωρούσαμε μια χαρά από το Άλφα ως το Ξι, θέλησε να μας πιάσει ο δάσκαλος, αν είχαμε ο καθένας το δειχνί απάνω στο Ξι. Αλλ’ απ’ όλους, εγώ κι η αδερφή μου είχαμε το δειχνί απάνω στο έρημο το Ξι, ενώ οι άλλοι τρεις το είχαν άλλος στο Κάππα, άλλος στο Μι, κι άλλος στο Πι.
     Τότε άρχισε στα καλά ο δαρμός με τη βέργα, κι άμα έσπασε η μια, ήταν έτοιμη η άλλη από την κρεμασμένη δεσμίδα.
     Ενώ ο δάσκαλος έδερνε, και τα παιδιά έκλαιγαν και φώναζαν, μου είπε σιγά η αδερφή μου:
     ─ Ξι θα πει ξύλο, και γι’ αυτό στάθηκε ο δάσκαλος σ’ αυτό το ψηφί!
     Αφού έδειξε ο δάσκαλος το Ξι στους δαρμένους, εξακολούθησε:
     ─ Όμικρο! Όμικρο! κι εμείς.
     ─ Πι! αυτός. Π! κι εμείς.
     ─ Ρω! αυτός. Ρω! κι εμείς.
     ─ Σίγμα! αυτός. Σίγμα! κι εμείς.
     ─ Τα! αυτός. Τα! κι εμείς.
     ─ Ύψιλο! αυτός. Ύψιλο! κι εμείς.
     ─ Φι! αυτός. Φι! κι εμείς.
     ─ Χι! αυτός. Χι! κι εμείς.
     ─ Ψι! αυτός. Ψι! κι εμείς.
     ─ Ω το μέγα! αυτός. Ω το μέγα! κι εμείς.
     Όταν φτάσαμε ως και το ω το μέγα, ακολούθησε νέα επιθεώρηση των δειχνιών, αν βρίσκουνταν εκεί που έπρεπε να ’ναι, και ξαναδάρθηκαν πάλε οι τρεις δαρμένοι με την ίδια δασκαλική λύσσα, γιατί δεν είχαν τα δειχνιά τους εκεί που έπρεπε, δηλαδή απάνω στο ω το μέγα.
     Ύστερα μας άρχισε τους αριθμούς.
     ─ Ένα! ο δάσκαλος. Ένα! κι εμείς.
     ─ Δυο! ο δάσκαλος. Δυο! κι εμείς.
     ─ Τρία! ο δάσκαλος. Τρία! κι εμείς.
     ─ Τέσσερα! ο δάσκαλος. Τέσσερα! κι εμείς.
     ─ Πέντε! ο δάσκαλος. Πέντε! κι εμείς.
     ─ Έξι! ο δάσκαλος. Έξι! κι εμείς.
     ─ Εφτά! ο δάσκαλος. Εφτά! κι εμείς.
     ─ Οχτώ! ο δάσκαλος. Οχτώ! κι εμείς.
     ─ Εννιά! ο δάσκαλος. Εννιά! κι εμείς.
     ─ Δέκα! ο δάσκαλος. Δέκα! κι εμείς.
     Νέα επιθεώρηση πάλε των δειχνιών. Ο Μήτρος κι ο Γιώργος είχαν το δειχνί ο ένας στο εφτά κι ο άλλος στο οχτώ, κι ο δάσκαλος του ενός του τράβηξε τ’ αυτιά, και τ’ αλλουνού του έριξε κάμποσες βεργιές στα χέρια, ώσπου άρχισε να φωνάζει:
     ─ Ωχ! ωχ! ωχ!
     Έτσι άρχισε και τέλειωσε το πρώτο μας μάθημα, που μὄμεινε3 ανεξάλειφτο από τη μνήμη μου, και θα μείνει ώσπου να πεθάνω, και μ’ έκανε να μισήσω το δάσκαλό μου και τα γράμματα.
     Η αδερφή μου, ως μεγαλύτερη δέκα χρόνια από μένα, εξόν που ήταν πολύ έξυπνη, είχε και μεγάλη αντίληψη. Ήταν «θηλυκόγνωμη», όπως την έλεγε ο κόσμος του χωριού μας, πὄβλεπε4 για πρώτη φορά τότε κορίτσι να μαθαίνει γράμματα, γιατί ως τα τότε πίστευαν ότι οι γυναίκες δεν μπορούσαν να μάθουν γράμματα. Η αδερφή μου, λέγω, με βοήθησε πολύ και κατόρθωσα να μάθω μαζί της σε μια εβδομάδα όλο το αλφάβητο, ενώ οι άλλοι έκαναν ακέριους μήνες ώσπου να το μάθουν, κι όταν κατόρθωνε να το μάθει κανείς τους, τον έκανε ο φόβος του δασκάλου να το λησμονάει, όταν έλεγε μάθημα.
     Το μεσημέρι, πριν μας απολύσει ο δάσκαλος, μας είπε, δείχνοντάς μας άγρια τον τοίχο:
     ─ Κοιτάξετε αυτά που ’ναι κρεμασμένα εκεί απάνω! Όλα θα τσακίζονται απάνω σας, όταν δεν θα ξέρετε μάθημα κι όταν θα σας πιάνω να παίζετε, να πιάνετε πέτρες, ή να λέτε άχρεια5 λόγια! Άεστε τώρα να φάτε και να έρθετε γλήγορα.
     «Ανάθεμα τα γράμματα, Χριστέ μ’ κι οπού τα θέλει!...»
  
(Χρηστοβασίλη Χρήστου «Διηγήματα του Μικρού Σκολειού», Εκδόσεις «Ζήτρος», Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 72-79)
---------------------------
[1] Τσάβος Λέττας: δωδεκάχρονος φίλος του συγγραφέα, που αρνήθηκε «τη σκλαβιά του σκολειού».
[2] ζαγάρι (το) = κυνηγόσκυλο // μτφ. τιποτένιος άνθρωπος.
[3] μὄμεινε < μου έμεινε: κράση, γραμματικό φαινόμενο, κατά το οποίο συγχωνεύεται το τελικό φωνήεν μιας λέξης με το αρχικό φωνήεν της επόμενης λέξης.
[4] πὄβλεπε < που έβλεπε.
[5] άχρεια λόγια = αισχρολογίες.
*****
 

ΑΝΑΘΕΜΑ ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ!...
 
   Ήταν Απρίλης μήνας, πρώτη εβδομάδα ύστερα από τα Πασκαλόγιορτα, κι ο δάσκαλός μας ο Παπ’ Αντριάς, αν και φαίνονταν θυμωμένος που είχαμε δέκα μέρες διακοπές, μας έβγαλε από το νάρθηκα της εκκλησίας, όπου ήταν στημένο το Σκολειό μας όλο το χειμώνα, και μας έβαλε στο χλοϊσμένο1 ύπαιθρο, κάτω από τον ήσκιο αιωνόβιων δέντρων, κι εκεί θα μας «διάβαζε» όλο το καλοκαίρι.
     Λέγω θα μας «διάβαζε» κι όχι θα μας «δίδαχνε», γιατί όλη του η διδασκαλία περιορίζονταν μόνο στην παπαγαλικήν ανάγνωση, χωρίς να μας εξηγάει τίποτα, αλλά κι αν ήθελε να μας εξηγήσει τα κείμενα που μας κανοναρχούσε, δεν ήξερε ο καημένος.
     Είμαστε το όλον πέντε μαθητούρια τότε, την πρώτη χρονιά. Θα είμαστε έξι, επειδή εγράφτηκε στο σκολειό μας κι ένα καλό παιδί από την Τσερκοβίτσα2, χωριό μια ώρα μακριά απ’ το δικό μας, αλλά είχε αποχωρήσει η αδερφή μου, η πρώτη μαθήτρια, μόλις μπόρεσε να μάθει να διαβάζει και να γράφει, γιατί είχαν βουίξει τα περίχωρα εναντίον της πρωτόφανης καινοτομίας, να πηγαίνει κορίτσι στο σκολειό, κι αναγκάστηκε η μάνα μου να την αποσύρει. Από τους πέντε μας ερχόμαστε κατά σειρά πολυμάθειας: πρώτος εγώ, δεύτερος ο Αναστάσης, τρίτος ο Γιάννης, ο επιλεγόμενος χλευαστικά3 Γκουρογιάννης και Μυξιάρης, τέταρτος ο Μήτρος, ο επιλεγόμενος και Μάης, και πέμπτος ο Γιώργος, το παιδί του δασκάλου μας, ο επιλεγόμενος και «διαβολάγγονο», σύμφωνα με τη λαϊκή παροιμία: «παπά παιδί, διαβόλου αγγόνι».
     Ο κάθε μαθητής, εννοείται, αποτελούσε κι ιδιαίτερη τάξη, ώστε το υπαίθριο σκολειό μας είχε πέντε τάξες εκείνη τη χρονιά. Εγώ ήμουν στη μεγαλύτερη τάξη, τη λεγόμενη πρώτη, γιατί ο δάσκαλός μας μετρούσε ανάποδα τες τάξες και βρίσκομουν πέρα από τη μέση του Οκτωηχιού στον «Πλάγιον τέταρτον ήχο», και δεν μου χρειάζονταν παρά πεντέξι μήνες ακόμα, ώσπου να τελειώσω τ’ Οχτωήχι και να μπω στο «Ψαλτήρι» του Δαυίδ, που ήταν ο Όμηρος εκείνης της εποχής, κι όταν θα τελείωνα και το Ψαλτήρι, θα τέλειωναν και τα «έρημα» τα γράμματα.
     Τότε εγώ είχα μάθει κι άλλα γράμματα, έξω από τ’ Οχτωήχι: Το «Πάτερ Ημών», το «Παναγία Τριάς», το «Θεοτόκε Παρθένε», το «Πιστεύω εις Ένα», το «Την Τιμιωτέραν των Χερουβείμ», το «Είδομεν το φως το αληθινόν» κι άλλα ακόμα, και μπορούσα να εξυπηρετήσω τον παπά, όταν λειτουργούσε, μισοκάνοντας τον ψάλτη, έλεγα και τον «Απόστολο», που με προγύμναζε ο παπάς από την προηγούμενη ημέρα. Τι τραβούσα ο κακόμοιρος, ώσπου να μάθω τον «Απόστολο» της κάθε λειτουργήσιμης ημέρας!
     Ο Αναστάσης ήταν στη δεύτερη τάξη και μόλις είχε μπει στ’ Οχτωήχι. Είχε φέρει εκείνη μάλιστα την ημέρα ως δώρο του δασκάλου από το χωριό του μια ριζόπιτα και μια πολύ παχιά ψημένη κότα, γιατί, όταν είχε φτάσει σε κείνο το μέρος του Οχτωηχιού, που αναφέρεται η φράση «τον Αδάμ πεπτωκότα4», ήταν μεγαλοσαράκοστο και δεν μπορούσε ο δάσκαλος να φάγει τότε ούτε πίτα ούτε κότα. Για να εξηγηθώ καλύτερα, το «πεπτωκότα» αυτό το εξηγούσαν όλοι οι δάσκαλοι εκείνης της εποχής, ως κι εκείνοι ακόμα που εννοούσαν την αληθινή σημασία του, ότι εσήμαινε πράγματι «πίτα, κότα», για να διαιωνίζεται η υποχρέωση του να φέρνει ο μαθητής στο δάσκαλό του μια πίτα και μια ψημένη κότα, όταν έφτανε σ’ αυτό το μέρος τ’ Οχτωηχιού.
     Ο Γιάννης ήταν στην Τρίτη τάξη και κόντευε να τελειώσει τα «πινακίδια» κι επειδή, όταν είχε φτάσει στη φράση «Επ’ αυτά τα πετεινά», που σήμαινε στη δασκαλική γλώσσα του καιρού εκείνου «να φέρεις στο δάσκαλο ένα πετεινό», ήταν το ίδιο μεγάλη σαρακοστή και δεν μπορούσε να φαγωθεί το κανονισμένο «πετεινό», είχε φέρει κι αυτός έναν πελώριο ζωντανό πετεινό, γιατί τον ήθελε ο δάσκαλος για την κοτόστανη5 του σπιτιού του. Ο Μήτρος ήταν στην Τετάρτη τάξη και μόλις είχε τελειώσει το Άλφα-Ωμέγα, Βήτα-Ψι και μπήκε στα πινακίδια. Τα πινακίδια άρχιζαν από το «Ευλόγει η ψυχή μου τον Κύριον» και για το «ευλόγει» έπρεπε να φέρει ο μαθητής κάτι του δασκάλου, για να πάρει την ευλογία του, και του ’χε φέρει ο Μήτρος καμιά δεκαριά κόκκινα αυγά και τρία - τέσσερα πασκαλοκούλουρα. Ο Γιώργος ήταν στην τελευταία, την πλειο μικρή τάξη, γιατί δεν είχε κατορθώσει ο αθεόφοβος από τον Τρυγητή ως τον Απρίλη, εφτά ακέριους μήνες, να βγει από τ’ Άλφα-Βήτα και να μπει στο Άλφα-Ωμέγα, ενώ δεν χρειάζονταν πλειότερο από τρεις μήνες για τον πλειο άμελο μαθητή να μάθει την Άλφα-Βήτα.
     Η αδερφή μου είχε πάψει, καθώς είπα, να ’ρχεται στο σκολειό μας, γιατί είχαν βουίξει τα χωριά γύρω, μαθαίνοντας ότι η θυγατέρα του Άρχοντα του Σουλιού πήγαινε στο σκολειό και μάθαινε γράμματα, κι η μάνα μου φοβούμενη μην πάρει από μάτι και βασκαθεί6 κι αρρωστήσει, προτίμησε να την αποκόψει από τα γράμματα.
     Εγώ δεν του είχα πάει κανένα δώρο του δασκάλου, γιατί τον είχε φορτώσει πασκαλινά η μάνα μου, όταν πήγε στο χωριό του, και γιατί του τα είχε πάει με τον καιρό τους όλα τα κανονισμένα μαθητικά δώρα, και δεν μὄμενε πλεια να του πάγω παρά ένα δώρο ακόμα, όταν θα τέλειωνα τ’ Οχτωήχι και θα ’μπαινα στο Ψαλτήρι, και το δώρο αυτό θα ήταν ένα αρνί ψημένο ή ζωντανό, κατά την επιθυμία του.
     Ο Παπ’ Αντριάς, ο δάσκαλός μας, γνήσιος εκείνου του καιρού, χωρίς να ’ναι καλύτερος ή χειρότερος από κανένα συνάδερφό του, όχι βέβαια στες γνώσες και στη μάθηση, αλλά στην παιδαγωγική μόρφωση, ήταν ένα είδος τύραννος, ένα είδος βασανιστικός δήμιος, σαν εκείνους που βασανίζουν τους μάρτυρες της θρησκείας μας που άγιασαν. Είχε εξορισμένο το γέλιο ή το μειδίαμα7 από τα χείλια του κι από το πρόσωπό του και φημίζονταν στα περίχωρά μας ως πολύ καλός δάσκαλος, γιατί έδερνε αλύπητα και τιμωρούσε ασυνείδητα, και τον παρομοίαζαν στην παράλογην αυστηρότητα με το δάσκαλο του Καλτσόγια από του Γραμμένου, τη γενέτειρα των Ζωσιμάδων. αλλ’ ο Καλτσόγιας ήταν ονομαστός και για την παιδεία του. Δεν τον είχαμε γνωρίσει, ευτυχώς, κατά πρόσωπο το φοβερό και τρομερό Καλτσόγια, γιατί ήταν το χωριό του τρεις - τέσσερες ώρες μακριά από το δικό μας και πέρα από το ποτάμι, αλλά μας παρακολουθούσε η τρομακτική φήμη του από την κούνια μας ακόμα, κι όταν ακούαμε «Καλτσόγια», τρέμαμε από το φόβο μας.
     Εκείνη την ημέρα αιστάνονταν μια κατάφανη λαιμαργία να μας τιμωρήσει ο δάσκαλός μας ο Παπ’ Αντριάς, μ’ όλα τα δώρα που του είχαν πάγει τα παιδιά και, μη βλέποντας τ’ αγαπημένα του κι απαραίτητα σύνεργα, τες βέργες, τα σουβλιά, το φέλεκα και το κρανίο, γιατί τα ’χε αφήσει κρεμασμένα στον τοίχο του νάρθηκα, δεν μπορούσε να εμπνευστεί τη θηριωδία που ’χε ανάγκη. Περίφερνε πάνω μας το βλοσυρό του βλέμμα, σαν να ήθελε να μας καταπιεί με τα μάτια του και τέλος:
     ─ Σήκου! Μου είπε εμένα. κι εγώ πέταξα τ’ Οχτωήχι καταγής και βρέθηκα ορθός, πριν ν’ ακούσω ακόμα το πρόσταγμά του.
     ─ Να πας στο νάρθηκα, μου είπε προστακτικά κι άγρια, και να μου φέρεις τα σύνεργά μου, που ’ναι κρεμασμένα στον τοίχο.
     Πετάχτηκα σαν αστραπή στο νάρθηκα, κι επειδή δεν έφτανα να ξεκρεμάσω τα δασκαλικά σύνεργα, άνοιξα την εκκλησιά, πήρα τη σκάλα των καντηλιών, την έστησα, ανέβηκα τρία-τέσσερα σκαλίδια, για να φτάσω τα σύνεργα του δασκάλου μου, κι άρχισα να τα ξεκρεμάω ένα-ένα. Πρώτα τες βέργες, δεύτερα τα σουβλιά, τρίτα το φέλεκα, αλλ’ όταν έφτασα στ’ άσαρκο κεφαλοκαύκαλο με την κομμένη μύτη, με τ’ άχειλα κι άγουλα δόντια του και με τες βαθιές κι αδειανές ματότρυπές του, άρχισα να τρέμω.
     Προσπάθησα να βάλω μια εσωτερική ώθηση, για να πνίξω το φόβο μου, αλλά δεν μπόρεσα! Μου ’ρθε ο κόσμος άνω-κάτω, κι απάνω σ’ εκείνη την εγκεφαλική μου παραζάλη, μου φάνηκε ότι ζωντάνεψε το πεθαμένο κεφάλι κι ότι ρίχτηκε απάνω μου, όπως ήταν έτσι ξεσκελεθρωμένο8, για να με φάγει! Πυκνό σκοτάδι με σκέπασε κι έχασα τα λογικά μου, κι όταν ξανάρθα στον εαυτό μου κι άνοιξα τα μάτια μου, είδα να με βρέχουν τα παιδιά με μια βαρέλα κρύο νερό.
     Τα δασκαλικά σύνεργα, απαίσια εμβλήματα9 της βάρβαρης και κακούργας παιδαγωγικής εκείνου του καιρού, κρεμάστηκαν σο χοντρό κορμό του υπέρψηλου δέντρου, που ήσκιωνε με τα πολλά και πολύφυλλα κλωνάρια του το υπαίθριο σκολειό μας, και, τη στιγμή που κάθισα εγώ στη θέση μου και πήρα το βιβλίο στα χέρια μου, άρχισε η ημερησία διάταξη, δηλαδή η εξέταση των μαθημάτων μας, μια ξερή ανάγνωση κι αποστήθιση και τίποτα πλειότερο.
     Πρώτος ξετάστηκα εγώ. Είπα απ’ έξω όλο το μάθημά μου χωρίς κανένα λάθος, αλλά το ενάντιο θα ευχαριστούσε το δάσκαλό μου, γιατί ζητούσε να μου βρει κάποιο λάθος, και να φανεί ότι μου το συμπαθάει, για να ’ρθομε ίσα-ίσα για το πέσιμό μου από τη σκάλα και τη λιποθυμία που μου προξένησε το κρανίο, το φοβερότερο απ’ όλα τα σύνεργά του. Συλλογίστηκε, συλλογίστηκε και τέλος μου είπε:
     ─ Ξαναπέ το ακόμη μια φορά.
     Του το ξανάειπα πάλε χωρίς λάθος. Έκανε ένα μορφασμό, μη μπορώντας να κρύψει τη δυσαρέσκειά του, κι έπιασε τον Αναστάση. Κι ο Αναστάσης, καλός μαθητής, το είπε χωρίς λάθος το μάθημά του. Νέα δυσαρέσκεια ο δάσκαλος. Φύσηξε, συλλογίστηκε, και μην έχοντας τι να κάνει προσκάλεσε το Γιάννη, ελπίζοντας ότι δεν θα ’ξερε αυτός τουλάχιστον καλά το μάθημά του, αλλά κι ο Γιάννης το ’ξερε πολύ καλά χωρίς κανένα λάθος, κι ενώ ετοιμάζονταν να του φέρει κάποια δυσκολία, λάλησε κατά τύχη ο πετεινός, που του ’χε φέρει δώρο, και το ’κοψε την τυραννική διάθεση!
     «Δώρα και θεούς πείθει, λόγος», λέει κι ο Ευριπίδης στη «Μήδειά» του!
     Προσκάλεσε ύστερα το Μήτρο, για να εξεταστεί, αλλά κι ο Μήτρος που δεν ήξερε τις πλειότερες φορές το μάθημά του, το ’ξερε κι αυτός καλά τότε! Τον χτύπησε όμως τρεις-τέσσερες με τη βέργα στα χέρια, γιατί είχε τα δάκτυλά του κόκκινα από τη βαφή των αβγών της Πασχαλιάς.
     ─ Τι πάθαταν σήμερα! Μας είπε με κατάφανη δυσαρέσκεια. Εσείς γίνκατ’ όλοι φωστήρες σήμερα! Περίεργο! Περίεργο!
     Η λέξη «φωστήρες» του θύμισε το τροπάρι του Αϊ-Βασίλη κι άρχισε να ψάλλει:
     ─ «Ωωωωω… τον ουρανοφάντορα του Χριστού, μύστην του Δεσπότου, τον φωωωωωωστήηηηηηρα τον φαααααεινόν, τον εκ Καιαιαιαισ…»
     Και, σαν να του πέρασε από το νου του κάτι σπουδαίο, έκοψε την ψαλμωδία, κι είπε στο γιο του το Γιώργο:
     ─ Έλα να σ’ εξετάσω κι εσένα, μωρέ ξωπαρμένε.
     Πήγε κοντά του ο Γιώργος τρέμοντας με τη χειρόγραφη κοκκάλα στο χέρι κι άρχισε να λέει το μάθημά του.
     ─ Άλφα, βήτα, γάμα, δέλτα, έψιλον, ζήτα, κάππα…
     ─ Ζήτα! φώναξε ο δάσκαλος τρομαχτικά. ζήτα!
     ─ Θήτα… απάντησε ο Γιώργος δισταχτικά.
     ─ Ζήτα, μωρέ! Κατόπι από τη ζήτα, μωρέ, ποιο ψηφί έρχεται;
     ─ Ρω! απολογήθηκε πάλι ο Γιώργος, μηχανικά, μην καταλαβαίνοντας τι έλεγε.
     Τα μάτια του δασκάλου πετάχτηκαν σαν καρύδια έξω από τες κόχες τους από το θυμό του. Ο Γιώργος στέκονταν ορθός και κλονίζονταν να πέσει, και μεις κλαίγαμε μέσα μας κρυφά μην μπορώντας να τον βοηθήσομε.
     ─ Ποιο ψηφί έρχεται, μωρέ, κατόπι από τη ζήτα; Λέγε!
     Μούγκρισε σαν θεριό ο δάσκαλος, αλλ’ ο Γιώργος είχε βουβαθεί από την τρομάρα του, κι έχασε και τη ζήτα ακόμα πού βρίσκονταν. Τότε σηκώθηκε, τον άρπαξε το Γιώργο απ’ τ’ αφτιά, τον σήκωσε ψηλά, τον απόλυσε με δύναμη καταγής κι άρχισε να τον δέρνει αλύπητα, σπάζοντας τες βέργες τη μια κατόπιν από την άλλη.
     Εκείνη τη στιγμή περνούσε μπροστά από το σκολειό μας ένας γέροντας του χωριού μας, ο Λώλης, και, βλέποντας τον δάσκαλο να δέρνει, φώναξε:
     ─ Να δάσκαλος μια φορά! Αυτός είναι δάσκαλος κι όχι ο Δημήτρης ο Πάσκος στην Κρετσούνιστα, που παίζει το πηδηχτό μα τα μαθητούρια του! Πρωτόφαντο πράμα στες μέρες μας, δάσκαλος να παίζει με τα παιδιά! Δεν θέλουν αέρα τα παιδιά! Θέλουν ξύλο κι αγριοσύνη! Αλλιώτικα δεν μαθαίνουν γράμματα και μένουν γκαβά10. Το ξύλο μαθαίνει τα παιδιά γράμματα και γνώση, γιατί είναι βγαλμένο απ’ τον Παράδεισο, γι’ αυτό λέγεται και ξύλο της γνώσεως.
     Τα λόγια του γερο-Λώλη εγκάρδιωσαν πλειότερο το δάσκαλό μας στη δασκαλική του θηριωδία11.
     ─ Σήκω απάνου! Είπε ο δάσκαλος και πατέρας στο δύστυχο παιδί, λησμονώντας τέλεια ότι ήταν πατέρας του. Σηκώθηκε ο Γιώργος, ωχρός από το φόβο του, σαν κατάδικος που μέλλει ν’ ανεβεί στη λαιμητόμο12.
     ─ Σύρε και στάσου μ’ ένα ποδάρι στη ρίζα του δέντρου και σταύρωσε τα χέρια σου. Του είπε ο δάσκαλος και, γυρίζοντας προς εμάς, πρόσταξε:
     ─ Σύρτε και φτύστε τον όλοι!
     Χωρίς να θέλομε, και με μεγάλη μας λύπη, πήγαμε και τον φτύσαμε…
     ─ Ακόμα μια φορά! Μας ξαναπρόσταξε ο δάσκαλος.
     Τον φτύσαμε και δεύτερη φορά!
     ─ Κι ακόμα μια!
     Τον φτύσαμε και Τρίτη φορά!
     Ο γερο-Λώλης κοίταξε από μακριά το φοβερό απαίσιο δασκαλομαθητικό δράμα κι αιστάνονταν μιαν άρρητη8 ευφροσύνη9 στην καρδιά του, που είχε αξιωθεί το χωριό μας να ’χει τέτοιο δάσκαλο, κι έλεγε μοναχός του:
     ─ Αυτός είναι δάσκαλος! Βλέπεις ξύλο που το τινάζει, κι ας το ’χει και παιδί του. Έτσι πρέπει να ’ναι οι δάσκαλοι. Να τον βλέπουν τα παιδιά και να χέ…… ορθά από το φόβο τους. Πρέπει να τρων οι δάσκαλοι το κρέας των παιδιών και να τους αφήνουν μόνο την πέτσα και τα κόκκαλα, για να μπορέσουν να μάθουν γράμματα! Αχ! Να είχα ο καημένος ένα αγγονάκι σ’ ηλικία να το ’στελνα σ’ αυτόν το δάσκαλο, να μου το κάνει άνθρωπο με γράμματα. Και τα ’λεγε αυτά ο γερο-Λώλης όχι από κακία, αλλά από πεποίθηση ότι πρέπει να ’ναι τυραννικός ο δάσκαλος και σκληρός, για να μάθουν καλά γράμματα τα παιδιά, κι ότι δεν μπορούσαν να μάθουν αλλιώτικα. Η γνώμη του γερο-Λώλη ήταν γνώμη όλης της κοινωνίας τότε.
     Εκεί που στέκονταν στο ένα ποδάρι ο μαύρος ο Γιώργος, με τα μάτια κλεισμένα και με τα μούτρα γεμάτα σάλια, άκουσε τη συμμετοχή του γερο-Λώλη σε κείνη την απαίσια σκηνή, όπου αμιλλόνταν η αμάθεια με τη δασκαλική θηριωδία, και τὄρχονταν να πεταχτεί να τον πιάσει τον παλιόγερο από το λαιμό, αλλά βρίσκονταν αιχμάλωτος και δεν μπορούσε να κινηθεί, γιατί ήταν ριζωμένη τότε η ιδέα στο μυαλό του μαθητή ότι ο δάσκαλος ήταν αυτοκράτορας του σκολειού και κύριος του σώματός του και της ζωής του.
     Ύστερα από κάμποση ώρα ο δάσκαλος, σαν να βαρέθηκε, σαν να χόρτασε από την τιμωρία του παιδιού του, του είπε:
     ─ Άε γκρεμίσου!
     Κι επειδή ο Γιώργος δεν καταλάβαινε τι εννοούσε ο δάσκαλος με το «άε γκρεμίσου», αν σήμαινε ότι έχει λήξει η τιμωρία του και να πάει να νιφτεί, ή αν έπρεπε να πάει πραγματικά στον γκρεμνό, που ήταν εκεί κοντά και να ριχτεί από πάνω κάτω, στέκονταν δίβουλος13 και δεν ήξερε τι να κάνει. τότε ο δάσκαλος το ’φεξε πεντέξι κατακεφαλιές, λέγοντάς του μ’ άγρια φωνή:
     ─ Ξεκουμπίσου και σύρε σ’ ένα σπίτι να νιφτείς! Τι μου στέκεσαι σαν γύφτικο φλάμπουρο14;
     Κι έτσι πετάχτηκε ο καημένος ο Γιώργος, όπως ήταν με τα σάλια, σ’ ένα παρακείμενο σπίτι, νίφτηκε και γύρισε πίσω ευχαριστημένος, νομίζοντας ότι είχαν λήξει τόσο φτηνά για κείνη την ημέρα τα βάσανά του. Πήγε δεμένος το μεσημέρι στο σπίτι και με πρόσθετη τιμωρία να μείνει νηστικός ολημερίς. τον ψώμισε όμως κρυφά η αδερφή μου και τη γέμισε καλά την κοιλιά του, χωρίς να τον νοιάζει που είχε φάγει τόσο ξύλο και δέχτηκε τόσα φτυσίματα στα μούτρα του! Τον είχε αποχτηνώσει η θηριωδία του πατέρα του.
     Ήταν αναίστητο παιδί ο Γιώργος; Ήταν βλάκας; Ούτε το ένα ήταν ούτε το άλλο, όταν χειραφετήθηκε από τον δασκαλικό ζυγό και μπήκε στην κοινωνία. Ξενιτεύτηκε στην πόλη, όπου τον αντάμωσα ως μαθητής εργαζόμενον σ’ ένα φούρνο. Ύστερα πήγε εθελοντής στη Σερβία, κατά τον Τουρκοσερβικό πόλεμο, γύρισε με μερικά χρηματάκια στην πατρίδα, παντρεύτηκε, γηροκόμησε το θηριοδάσκαλο πατέρα του, χωρίς καμιά μνησικακία, στάθηκε ένας από τους πρώτους νοικοκυραίους του χωριού του, και θα ζούσε ακόμα, αν δεν τον σκότωνε μαζί με τη γυναίκα του ο ιδιοκτήτης του χωριού του Καζαλή – Μπέης, γιατί δεν του ήταν εύπειθος κι όργανό του, όπως μερικοί άλλοι συγχωριανοί του.
     Ούτε αναίστητος λοιπόν ήταν ούτε βλάκας ο Γιώργος, αλλά είχε αποχτηνωθεί προσωρινά απ’ αυτή τη θηριώδικη παιδαγωγική του καιρού εκείνου. Είχε χάσει τον εγωισμό του και τη φιλοτιμία του, όπως το είχαμε πάθει, ποιος λίγο ποιος πολύ, κι εμείς οι άλλοι.
     Νομίζαμε όλοι, με τα σωστά μας, ότι οι προπηλακισμοί15 και οι διάφορες σωματικές και πνευματικές τιμωρίες κι ο άγριος δασκαλικός τρόπος ήταν αναγκαία μέσα και μέτρα της μαθητικής μας ζωής, για να μπορέσομε να μάθομε τα «έρημα τα γράμματα». κι αν ο δάσκαλός μας έδερνε πλειότερο το παιδί του από τ’ άλλα του μαθητούρια, το ’δερνε από πλειότερο ενδιαφέρον, από πλειότερη κακονοούμενη πατρικά στοργή, γιατί νόμιζε ότι με τοτς δαρμούς και τες λοιπές άλλες επακόλουθες τιμωρίες θα κατόρθωνε να μάθει το παιδί του γράμματα, όπως συνήθιζαν άλλοτε να δέρνουν τους τρελούς, για ν’ αποχτήσουν τα χαμένα λογικά τους, ενώ έτσι απομακρύνονταν πλειότερο από τη θεραπεία που χρειάζονταν.
     Την άλλη μέρα το ’φερε ο διάβολος να μην ξέρει κανένας μας μάθημα! Και τι ήταν το μάθημά μας; Αλφαβήτα, πινακίδια, οχτωήχι και τίποτε άλλο. Έπρεπε να ’χε μάθει απ’ έξω ο καθένας το μάθημά του. Εκείνο όμως που συντέλεσε να μην το μάθομε ─ αφήνω κατά μέρος το Γιώργο ─ εκείνη την ημέρα το μάθημά μας, ήταν ότι ο δάσκαλός μας, θέλοντας να μας εκδικηθεί που μας ονόμασε «φωστήρες» την προηγούμενη ημέρα, μας είχε βάλει διπλάσιο μάθημα απ’ ό,τι μας έβανε ταχτικά, και το δικαιολόγησε ότι είχε μεγαλώσει η ημέρα και έπρεπε να μεγαλώσει και το μάθημα!
     Άρχισαν φυσικά οι τιμωρίες… Εγώ τιμωρήθηκα να σταθώ όρθιος στο ένα ποδάρι, ο Αναστάσης έφαγε πέντε στη μια παλάμη και πέντε στην άλλη με μια καινούργια βέργα φτελίσια16, και διατάχτηκε ν’ ακουμπήσει στον κορμό ενός δέντρου, που ’χε χιλιάδες μυρμηγκοφωλιές στη ρίζα του κι ήταν όλος ο κορμός του γεμάτος μυρμηγκόδρομους από κάτι δαγκανιάρικα μυρμήγκια λεγόμενα «κορδονούρκια», που ’ναι, Θεέ μου γλίτωσε! Ο Γιάννης μουντζουρώθηκε σαν αραπάκι και μας έκανε να γελούμε, χωρίς να θέλομε, ο Μήτρος καταδικάστηκε να βάλει στο στόμα του σουβλί οριζόντια από το ’να μάγουλο στ’ άλλο, κι ο Γιώργος να μπει στο φέλεκα. Εννοείται όμως ότι όλες αυτές οι τιμωρίες είχαν ως αναπόσπαστο προηγούμενο ένα γενναίο δαρμό.
     Είναι ανάγκη να σας περιγράψω λίγο τον φέλεκα*, το φόβητρο του μαθητικού κόσμου εκείνου του καιρού, γιατί, μη όντας σ’ ενέργεια πλειο σήμερα αυτό το σύνεργο στα σκολειά μας, πολύ λίγοι θα το γνωρίζουν.
     Ο φέλεκας ήταν ένα ξύλο ενάμισι μέτρο απάνω – κάτω μακρύ, κι ως πέντε – έξι εκατοστά του μέτρου χοντρό και τετράγωνο με τέσσερες μυτερές άκρες. Από τη μια την άκρη κι από την άλλη είχε γύρα-γύρα από μια βαθιά κοψιά κι απ’ αυτές τες δύο κοψιές ήταν δεμένα τ’ άκρα ενός χοντρού σκοινιού, ως δυο με δυόμισι μέτρα μακριού.
     Αυτός ήταν ο περίφημος φέλεκας, και ιδού πώς τον μεταχειρίζονταν ως όργανο τιμωρίας ο δυνάστης του Ελληνισμού Τούρκος κι ο δυνάστης της ελληνικής νεολαίας δάσκαλος: ξάπλωναν τον τιμωρούμενο καταγής ανάσκελα, έβαναν τα δυο του τα ποδάρια ως τον αστράγαλο ή και παραπάνω ανάμεσα του ξύλου και του σκοινιού του φέλεκα και μαζεύονταν το σκοινί γύρα-γύρα από τες άκρες κι έρχονταν έτσι σε στενή επαφή το ξύλο του φέλεκα με τα ποδάρια του τυραννούμενου, κι όσο στρέφονταν το φελεκόξυλο προς τα ποδάρια και μάζευε το σκοινί, τόσο τα ’σφιγγε και τα είχε στη διάθεσή του ο τυραννευτής Τούρκος ή δάσκαλος, κι ενώ με το ένα χέρι, αν δεν είχε συνεργό, βαστούσε γερά το φέλεκα κι έσφιγγε τα ποδάρια, με τ’ άλλο χτυπούσε τες γυμνές πατούσες των ποδαριών του τιμωρούμενου με βέργα ή με ραβδί.
     Ο φέλεκας θεωρούνταν ως ένα από τα σκληρότερα βασανιστήρια της τυραννίας, κι αν κρίνομε από τ’ όνομά του, είναι αραβική η εφεύρεσή του και η προέλευσή του.
     Με μια χειρονομία του δασκάλου, ξαπλώθηκε τ’ ανάσκελα ο Γιώργος, τα γυμνά του ποδάρια μπήκαν στο φοβερό φέλεκα, που βλέπαμε για πρώτη φορά τη χρησιμοποίησή του, κι άρχισε το στρέψιμο του τετράγωνου φελεκόξυλου… Τσιμουδιά δεν έβγαζε ο Γιώργος. Κολοσσός υπομονής το θηρίο!
     Όταν έφτασε το στρέψιμο ως εκεί που δεν μπορούσε να πάει πλειότερο, κι άρχισε να πέφτει το ραβδί στες γυμνές πατούσες του, τότε έμπηξε ένα βελατό σαν αρνί, το καημένο το παιδί, και ακουγότανε να λέγει πολλές φορές συγκρατούμενα:
     ─ «Ανάθεμα τα γράμματα! Ανάθεμα τα γράμματα! Ανάθεμα τα γράμματα κι όπου τα ’βγαζε!»
     Πλειο δίκιος διπλός αναθεματισμός δεν μπορούσε να γένει! «Ανάθεμα τα γράμματα κι όπου τα ’βγαζε!» Αν ανασταίνονταν ο Κάδμος κι έρχονταν στην πατρίδα μας κι έβλεπε τι τραβούσε η τρυφερή ανθρωπότητα από τους δασκάλους για την εφεύρεσή του, θ’ αυτοκτονούσε χωρίς άλλο από τη λύπη του!
     Μπροστά στην πρωτόφανη τιμωρία του Γιώργου, ξεχάσαμε εμείς οι άλλοι την τιμωρία του ο καθένας, κι ο Μήτρος, που ’χε το σουβλί στο στόμα και το ’τρεχαν τα σάλια τον κατήφορο σαν σκοινιά, επειδή δεν μπορούσαν να σμίξουν τα χείλια του το απάνω με το κάτω, άρχισε να τρέμει, κι από τον τρόμο του το μεγάλο χέ….. Δεν το λέγω, καταλαβαίνετε τι έπαθε.
     Τον συμπονούσαμε τον καημένο το Γιώργο, αλλά τι μπορούσαμε να κάνομε; Τι είχαμε στο χέρι μας τα καημένα; Μήπως δεν είμαστε κι εμείς όλοι υποκείμενοι στα ίδια βασανιστήρια των «έρημων γραμμάτων»;
     Είδαμε και πάθαμε ώσπου να ’ρθει το μεσημέρι, και να μας απολύσει ο τύραννος δάσκαλός μας. Μας φάνηκεν αιώνας, ώσπου να μας πει το μόνο γλυκό πὄβγαίνε από το απαίσιο στόμα του, το λακωνικότατο:
     ─ «Άεστε!». Που σήμαινε: «Πηγαίνετε να φάτε».
     Αλλά το μεσημέρι δεν ήρθε για όλους μας. Ήρθε μόνο για μένα. Και τούτο για το φόβο της μάνας μου, ενώ όλοι οι άλλοι έμειναν νηστεία μέσα στην εκκλησιά.
     Όταν πήγαμε στο σπίτι, εγώ κι ο δάσκαλος, μαθόντας η μάνα μου ότι όλα τα παιδιά είχαν μείνει νηστεία, τους έστελνε κρυφά με την αδερφή μου ψωμί, τυρί και νερό, και καμώθηκε πως δεν της έκανε καμιάν εντύπωση η καταδίκη των παιδιών, για να μη πιαστεί και μαλώσει με το δάσκαλο, που τον τρώγονταν πάντα για την αυστηρότητά του.
     Ύστερα από το φαγί γυρίσαμε πάλε στο, ας το πούμε, «σκολειό».
     Εγώ στρώθηκα καταγής σταυροπόδι κι άρχισα να διαβάζω το μάθημά μου με μιαν αγανάχτηση και με μια τέτοια πίκρα στην καρδιά μου, που, αν φτυούσα φίδι στο στόμα, θα το φαρμάκωνα. Ήθελα να διαβάσω το έρημο το μάθημα και να το μάθω σαν άλλες φορές, αλλά δεν μ’ άφηνε η λύσσα πὄνιωθα18 μέσα μου για το δάσκαλό μου τον Παπ’ Αντριά κι όλο το γένος των δασκάλων. Φούσκωνε μέσα η καρδιά μου, σαν να ήθελε να μου σκίσει τα στήθια και να πεταχτεί ελεύθερη έξω να πάρει αέρα. Και, μη μπορώντας να σταθώ πλειο εκεί, πέταξα καταγής το Οχτωήχι μου και κατέβηκα κάτω στο ποτάμι. Εκεί ξαπλώθηκα στα ερείπια ενός ταμπακόμυλου του πάππου μου, που μας τον είχαν κάψει οι Τουρκαρβανίτες στην επανάσταση του 1854, κι εκεί, μακριά απ’ το δασκαλικόν εφιάλτη, μ’ έπιασαν κάτι λυγμοί, που δεν μ’ είχαν πιάσει άλλοτε ποτέ, κι έχυσα τόσα δάκρυα που μούσκεψαν τα στήθια μου. Κλάψε, κλάψε, παραλόγησα και δεν ήξερα πού βρίσκομαι. Έχασα τον εαυτό μου.
     Ήταν δειλινάκι, όταν ένιωσα κάποιον να με ξυπνάει. Κατάλαβα ότι είχα κοιμηθεί, από την ψυχική κούραση που ’χα μέσα μου. Είδα στον ύπνο μου τον πάππου μου, που δεν τον είχα δει ποτέ, γιατί ήταν πεθαμένος, όταν γεννήθηκα εγώ, και μὄλεγε:
     ─ Μην σκανιάζεις19, παιδί μου! Γλήγορα θ’ απαλλαχτείς από την τυραννία του Παπ’ Αντριά και θ’ αγαπήσεις τα γράμματα.
     Ίσως θα μὄλεγε κι άλλα ο αγαπημένος μου ο πάππους, αν δεν με ξυπνούσε ο συμμαθητής μου ο Γιάννης.
     ─ Τι θέλεις; τον ρώτησα.
     ─ Σε γυρεύει ο δάσκαλος! μου απάντησε. Νόμισε πως έπαθες τίποτε, κι έβαλε όλα τα παιδιά να σε γυρεύουν στα πλάγια, γιατί φοβάται μην το μάθει η μάνα σου ότι λείπεις…
     Θέλοντας και μη, αναγκάστηκα να σηκωθώ και ν’ ανεβώ με το Γιάννη στο σκολειό.
     Βγαίνοντας στο σκολειό, όχι μόνο δεν μὄκανε καμιά παρατήρηση ο δάσκαλος, αλλά και με δέχτηκε με κάποια προσήνεια20, πράγμα άγνωστο σε μας ως τα τότε, κι έτσι τέλειωσε εκείνη η θλιβερή μέρα.
     Την άλλη μέρα βρεθήκαμε κατά τα συνηθισμένα στο υπαίθριο σκολειό μας, κι όσο που έλειπε ο δάσκαλος διατηρούσαμε κάποια παιδική ευθυμία, αλλ’ άμα ακούσαμε τον ξερόβηχά του από μακριά, χύθηκε μια τρομερή κατήφεια21 απάνω μας, κι αρχίσαμε να παπαγαλίζομε καθένας το μάθημά του.
     Ήρθε ο δάσκαλος και κάθισε στην συνηθισμένη του θέση. Ύστερα από λίγο άρχισε η εξέταση των μαθημάτων.
     Ποιος καλά και ποιος καλούτσικα, το ξέραμε όλοι το μάθημά μας, και μόνο, κατά τα συνηθισμένα, δεν το ’ξερε ο προκομμένος ο Γιώργος του, αλλά ─ παράδοξο πράγμα ─ δεν του είπε τίποτε ο δάσκαλος.
     ─ Είναι στα καλά του σήμερα ο δάσκαλος… Είπαμε όλοι μέσα μας.
     ─ Το δειλινό, μας είπε, θα ’χετε όλοι γράψιμο… Ακούτε; Όποιος δεν γράψει καλά, θα ιδεί τα χέρια του τσακισμένα…
     Πραγματικά νεκρική σιωπή βασίλευε το δειλινό στο σκολειό. Γράφαμε όλοι… Εγώ κι ο Αναστάσης γράφαμε με χηνόφτερο, σε χαρτί. ο Γιάννης κι ο Μήτρος έγραφαν σε μιαν άσπρη κοκκάλα από πλάτη βοδιού, με μολύβι, που πλένονταν ύστερα με σάλι ή με νερό τα γράμματα και γένονταν πάλι έτοιμη για γράψιμο, κι ο Γιώργος είχε ετοιμάσει καταγής μια μεγάλη έκταση σκεπασμένη με ψιλό χώμα και παιδεύονταν γράφοντας από την άλφα ως το έψιλο με το δάχτυλό του.
     Εγώ κι ο Αναστάσης είχαμε το ακόλουθο χειρόγραφο παράδειγμα του δασκάλου μας.
     «Μαθημάτων φρόντιζε και μη χρημάτων, τα γαρ καλά μαθήματα φέρουσι τα χρήματα».
     Αυτό το παράδειγμα μας το ’χε εξηγήσει κάποτε έτσι δα ο δάσκαλός μας:
     «Φρόντιζε για τα μαθήματα, για να σου φέρουν με το ταγάρι τα χρήματα», γιατί στην αντίληψη του δασκάλου μας το «τα γαρ» έγινε ταγάρι, δηλαδή μέτρο είκοσι οκάδων του τόπου μας, ό,τι το κοινό κιλό. Ευτυχώς όμως, ενώ γράφαμε εμείς, άρχισε να ψάλλει ο δάσκαλος το αγαπημένο του «Εν τη ερυθρά θαλάσση…». Και τόσο πολύ ενθουσιάστηκε χωρίς, εννοείται, να καταλαβαίνει τον ωραίο κι έξοχον ύμνο, που πέρασε όλο τ’ απομεσήμερο ψάλλοντας, χωρίς να θυμηθεί καθόλου εμάς.
     Αυτό ήταν η μεγαλυτέρα μας ευτυχία. Προτιμούσαμε καλύτερα να μας ξεχάσει ο δάσκαλός μας παρά ο χάρος!
 
     Την άλλη μέρα είχαμε τα συνηθισμένα μας τα μαθήματα. Αλφαβήτα, πινακίδια κι Οχτωήχι. Ο Μήτρος κι ο Γιώργος δεν ήξεραν το μάθημά τους και καταδικάστηκαν ο Μήτρος στο φέλεκα κι ο Γιώργος στα κόκκαλα.
     Πήρε το Γιώργο από τ’ αφτί ο δάσκαλος και τράβηξε προς την οστεοθήκη της εκκλησιάς, όπου είναι ανακομισμένα22 τα κόκκαλα όλων των πεθαμένων, αφόντας χτίστηκε το χωριό. Δεν μιλούσε τίποτε ο Γιώργος ως τη θύρα της οστεοθήκης, μην πιστεύοντας ίσως ότι θα γεύονταν κι αυτή την υπέρτατη σχολική τιμωρία. Αλλ’ όταν είδε ν’ ανοίγει η θύρα της οστεοθήκης και να σπρώχνεται μέσα ανήλεα23, έμπηξε κάτι απελπιστικές φωνές, που μας ράγισε την καρδιά, κι ενώ κλείδωνε καλά τη θύρα ο δάσκαλος και τον κλειούσε μέσα, αυτός φώναζε γοερά:
     ─ Γλιτώστε με, αδέρφια! Μ’ έφαγαν οι πεθαμένοι!
     Κι όλο αυτά έλεγε συγκρατούμενα, για πολλήν ώρα.
     Αφού έκλεισε καλά-καλά ο δάσκαλος τη θύρα της οστεοθήκης, γύρισε σε μας κι άρχισε το φελέκωμα του δυστυχισμένου του Μήτρου.
     Από τη μια βέλιαζε ο Μήτρος στο φέλεκα, κι από την άλλη μούγκριζε ο Γιώργος στο κατοικιό των πεθαμένων, φωνάζοντας συγκρατούμενα:
     ─ Γλιτώστε με, αδέρφια! Μ’ έφαγαν οι πεθαμένοι!
     Ω Κάδμε17! Κάδμε! Τι έχει τραβήξει ο μαθητικός κόσμος από την εφεύρεσή σου.
     Κατά καλή όμως τύχη των τιμωρουμένων, περνούσε η μάνα μου έξω από την εκκλησιά, ερχόμενη προς το σκολειό μας (έρχονταν συχνά για να δώκει χάρες στα τιμωρημένα παιδιά) κι άκουσε τες φωνές του Γιώργου.
     Μπήκε αμέσως στον περίβολο της εκκλησιάς, άνοιξε την οστεοθήκη και τον ελευτέρωσε. Ύστερα ήρθε και σε μας, ελευτέρωσε και το Μήτρο κι είπε του δασκάλου θυμωμένη:
     ─ Εγώ έκανα αυτό το σκολειό κι εγώ το χαλάω! Δεν έχεις το δικαίωμα άλλη φορά να βάνεις τα παιδιά στο φέλεκα και στα κόκκαλα. Όποιο παιδί θέλει, ας μάθει γράμματα, κι όποιο δεν θέλει, ας μη μάθει!
     Από κείνη την ημέρα μαλάκωσε ο δάσκαλός μας λιγάκι χωρίς να το θέλει, φοβούμενος τη μάνα μου και τη διάλυση του σκολειού, κι εμείς μαθαίναμε καλύτερα τα μαθήματά μας, όταν είχαμε λιγότερη τυραννία.
     Σε λίγες μέρες κατόρθωσε ν’ αποτελειώσει κι ο Γιώργος την αλφαβήτα του και να μπει στα πινακίδια.
     Αλλ’ ο δάσκαλος απέδιδε την πρόοδο του Γιώργου του όχι στο ημέρωμα του δασκαλικού του τρόπου, αλλά στο κλείσιμό του στην οστεοθήκη!
                                                  

(Χρηστοβασίλη Χρήστου «Διηγήματα του Μικρού Σκολειού», Εκδόσεις «Ζήτρος», Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 80-102)
-------------------------------
[1] χλοϊσμένο < χλοΐζω = βγάζω χλόη, πρασινίζω.
[2] ο Αναστάσης
[3] χλευαστικά (επίρρ.) = κοροϊδευτικά (χλεύη, χλευάζω, χλευασμός).
[4] πεπτωκότα (μετοχή παρακειμένου ρ. πίπτω=πέφτω) = αυτόν που έχει πέσει // εδώ: που έχει διωχθεί από τον Παράδεισο.
[5] μειδίαμα (το, ουσ. <ρ. μειδιώ)= χαμόγελο.
[6] ξεσκελεθρωμένο = χωρίς σάρκες, σαν σκελετός.
[7] έμβλημα (το) = σύμβολο // οικόσημο, εθνόσημο.
[8] γκαβός = στραβός, τυφλός.
[9] θηριωδία (η) = κτηνωδία, ασπλαχνία, βαναυσότητα, σκληρότητα.
[10] λαιμητόμος (η)=όργανο αποκεφαλισμού των καταδικασμένων σε θάνατο, καρμανιόλα, γκιλοτίνα.
[11] άρρητη = ανείπωτη, ανέκφραστη.
[12] ευφροσύνη (η) = αγαλλίαση, μεγάλη ευχαρίστηση, ψυχική ευχαρίστηση.
[13] δίβουλος = δίγνωμος, αναποφάσιστος.
[14] φλάμπουρο (το) = λάβαρο, σημαία.
[15] προπηλακισμός (ο, ουσ.) = εξευτελισμός, ηθική ταπείνωση με χρήση λεκτικής και σωματικής βίας.
[16] φτελίσια = από κλωνάρι του δέντρου φτελιά.
[17] Κάδμος: αδελφός της Ευρώπης, μυθικός ιδρυτής της Θήβας και εφευρέτης του ελληνικού αλφαβήτου.
[18] πὄνιωθα = που ένιωθα (κράση).
[19] σκανιάζω (ρ.) = σκάω, στενοχωριέμαι, νιώθω σκάνια (=ανία, σκασίλα).
[20] προσήνεια (η, ουσ.) = ευγένεια.
[21] κατήφεια (η, ουσ.) = κατσούφιασμα, σκυθρώπιασμα.
[22] ανακομισμένα (μτχ. ρ. ανακομίζομαι) = μεταφερμένα από τους τάφους στο οστεοφυλάκιο, κτίσμα όπου φυλάσσονταν τα οστά των νεκρών (χωνευτήρι, οστεοθήκη).
[23] ανήλεα (επίρρ., αν-στερητικό+έλεος) = χωρίς έλεος, απάνθρωπα, άσπλαχνα.  

[*] "φέλεκας ή φάλαγγας (ο) = Εργαλείον τιμωρίας. Ράβδος επιμήκης, εις τα άκρα της οποίας υπάρχει σχοινίον δεδεμένον όχι όμως τεταμένον, αλλά χαλαρόν. Ρίπτεται ο τιμωρηθησόμενος χαμαί ύπτιος, υψώνει τους πόδας, τους οποίους βάλλουν εντός του σχοινίου τούτου και, στρίφοντες το ξύλον, κάμνουν ώστε να τυλίσσηται το σχοινίον επί του ξύλου και ούτω συσφίγγουσιν τους πόδας του καταδίκου. Μετά ταύτα, διά βεργών λεπτών κτυπώσιν αυτόν εις τας γυμνάς πατούσας. Τοιαύτην τιμωρίαν υφίσταντο άλλοτε και οι μαθηταί εις τα σχολεία. Προπάντων όμως εχρώντο αυτού αι τουρκικαί αρχαί. Εκτύπων δε από 50-500 ξυλιές, εις τρόπον ώστε αιμάτωναν οι πόδες του καταδίκου. Όταν δε τον εσήκωναν, είχον έτοιμον τεμάχιον σανίδος, το οποίον, αφού προηγουμένως το έκαιον έως ότου να απανθρακωθεί σχεδόν εις την πυράν, το εβουτούσαν εις την θάλασσαν θερμόν και έβαζαν και επατούσεν επ' αυτού ο κατάδικος, διά να θεραπευθεί ταχέως από τας πληγάς. 

     Σημείωση: Ο γράφων (δηλ. ο Ευστράτιος Μαραγγέλης) ηξιώθη εις την παιδικήν του ηλικίαν να ίδη τυπτόμενον ποιμένα τινά (εν τω κονακίω), ο οποίος έκαμνεν ζημίας εις ελαιοκτήματα."
(Προσωπική μαρτυρία του Ευστρατίου Μαραγγέλη, ποιητή από το Πλωμάρι Λέσβου, πρδκ. "Πλωμαρίτικοι Αντίλαλοι", σελ. 50.)   
                    
ΕΡΓΑΣΙΕΣ:                                                                                         
1. Διάβασε τα διηγήματα του Χρήστου Χρηστοβασίλη (1861-1937).
2. Γράψε τι σου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση:
3. Γράψε τα ονόματα, τα παρατσούκλια και την ιδιότητα των προσώπων. Ποιο θα ήθελες να ήσουν;
    •……………………………………………           •……………………………………………
    •……………………………………………           •……………………………………………
    •……………………………………………           •……………………………………………
    •……………………………………………           •……………………………………………
    •……………………………………………           •……………………………………………
    •……………………………………………           •……………………………………………
      • Θα ήθελα να ήμουν ……………………… , γιατί ……………………………………….......
4. Ποιος ήταν ο πρώτος δάσκαλος του Χρηστοβασίλη και τι γράφει γι’ αυτόν ο συγγραφέας;
5. Γράψε παρακάτω τα “σύνεργα” του δασκάλου του:
    •…………………………………………….           •……………………………………………
    •…………………………………………….           •……………………………………………
    •…………………………………………….           •……………………………………………
    •…………………………………………….           •……………………………………………
6. Ποια μαθήματα και βιβλία διδάσκονταν τα παιδιά παλιά (19ος αι., περ.<1867>) και ποιες δυσκολίες συναντούσαν;
7. Γράψε το όνομα του πρώτου δασκάλου σου / της πρώτης δασκάλας σου και πλάι ένα σύντομο χαρακτηρισμό:
  …………………………………………………………………...………………………………….……………………………………
8. Ποιες παιδαγωγικές αρχές κυριαρχούσαν παλιά και με ποιες μεθόδους τις εφάρμοζαν οι δάσκαλοι; Οι γονείς των μαθητών ποια γνώμη είχαν; Σύγκρινέ τους με τους δικούς σου γονείς.
9. Σύγκρινε το παλιό ελληνικό σχολείο με το σημερινό και βρες ομοιότητες και διαφορές.
10. Ποια από τα συναισθήματα που περιγράφει ο συγγραφέας τα έχεις νιώσει κι εσύ κάποιες φορές;
11. Θυμήσου μια τιμωρία που σου έβαλε κάποια φορά ο δάσκαλός σου. Πώς αισθάνεσαι, όταν τη θυμάσαι;
12. Αφηγήσου ένα πολύ ευχάριστο γεγονός από τα σχολικά σου χρόνια. Τι παρατηρείς, τώρα που το θυμάσαι;
13. Στο 2ο διήγημα, ο συγγραφέας αναφέρει όλη τη ζωή του Γιώργου, γιου του παπα-Αντριά και πιο σκληρά τιμωρημένου μαθητή του «Μικρού Σκολειού». Πιστεύεις πως η σκληρή συμπεριφορά του παπα-Αντριά, που είχε γι’ αυτόν το διπλό ρόλο του πατέρα και του δάσκαλου, καθόρισε τη μελλοντική τύχη του ή όχι; Αν ναι, πόσο και με ποιο τρόπο; Μπορούμε από το παράδειγμα του Γιώργου να βγάλουμε συμπεράσματα για το ρόλο που διαδραματίζουν οι γονείς και οι δάσκαλοί μας στη ζωή μας;
14. Από το χωριό του συγγραφέα, το Σούλι - Χρηστοβασίλη της Ηπείρου, πόσα παιδιά, αγόρια ή κορίτσια, πήγαν στο σχολειό που ίδρυσε η μητέρα του; Μπορείς να φανταστείς πώς περνούσαν την ημέρα τους, τι σκέφτονταν και τι έλεγαν τα παιδιά που δεν πήγαιναν στο σχολείο;
15. Αν ζούσες κι εσύ εκεί την εποχή εκείνη, θα πήγαινες στο σχολείο ή όχι;
16. Ζήτησε από τη μητέρα και τον πατέρα σου να σου αφηγηθούν ένα περιστατικό από τα πρώτα μαθητικά τους χρόνια.
17. Κρίνε τον παπα-Αντριά και προσπάθησε να ερμηνεύσεις και να δικαιολογήσεις τη συμπεριφορά του.
18. Παίρνοντας ως παράδειγμα τα διηγήματα του Χρηστοβασίλη και τις προσωπικές σου αναμνήσεις, γράψε, αν θέλεις, ένα δικό σου διήγημα, με τον παρακάτω τίτλο: “Πρώτη φορά στο σχολείο”.
BΟΥΝΑΤΣΟΥ ΜΥΡΣΙΝΗ, ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου