ΜΝΗΜΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΜΑΣ ΧΡΟΝΙΑ
Συχνά έρχονται στο νου μου μνήμες από
τους χειμώνες που περνούσαμε παιδιά κοντά στο τζάκι του σπιτιού μας στο
Παλαιοχώρι Λέσβου, καθισμένοι στο μιντέρι με την τσόχινη πάντα στον τοίχο ή στο
μαύρο τσουπί, που απλώναμε πάνω από τις κουρελούδες, για να τις προφυλάξουμε
από τις σπίθες της φωτιάς. Και είναι σαν να νιώθω ξανά τη ζεστασιά από τα
ελίτικα καυσόξυλα και σαν να ακούω τη φωνή της γιαγιάς που μας έλεγε παραμύθια
τα μεγάλα και σκοτεινά χειμωνιάτικα βράδια. Μου έρχεται τότε στο νου ένα
παραμύθι, που λένε ίσως ακόμα και σήμερα στα πολύ μικρά παιδιά και έχει γίνει
παιχνίδι. Θα το ξαναθυμίσω στους Παλιοχωριανούς στη ντοπιολαλιά μας…
Κόκκινη κλωστή δεμένη
στην ανέμη τυλιγμένη,
δώσ’ της κλώτσο να γυρίσει,
παραμύθι ν' αρχινήσει.
ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
1η Παραλλαγή, από το Παλαιοχώρι Λέσβου
H Του αλατένιου τσι του
χουματένιου του σπ’τέλ’ H
Μια
φουρά τσ’ έναν τσιρό ήταν ένας γέρους τσι μια γριγιά τσ’ είχαν ένα χουματένιου
τσ’ ένα αλατένιου σπ’τέλ’. Μαλώσαν όμους τσι γη γέρους πήρι του αλατένιου τσι
γη γριγιά του χουματένιου του σπ’τέλ’.
Αλλά
μια μέρα έβριξι τσ’ έλιουσι του αλατένιου σπ’τέλ’ τ’ γέρ’. Πήγι λοιπόν γη
γέρους σκ’ γριγιά τσι τ’ς είπι:
― «Ου γριγιούδα, ου γριγιούδα, ν’
ανέβου του ένα του σκαλέλ’ σ’;»
― «Ανέβα, γέρου», τ’ είπι η
γριγιούδα, π’ τουν λ’πήθ’τσι.
― «Ου γριγιούδα, ου γριγιούδα, ν’
ανέβου τσι του άλλου του σκαλέλ’;»
― «Ανέβα.»
Έδιετς
κατάφιρι η γέρους τσ’ ανέβ’τσι ούλα τα σκαλιά. Είπι μιτά σκ’ γριγιά:
― «Ου γριγιούδα, ου γριγιούδα, να μπω
μέσ’ του χουματένιου του σπ’τέλ’;»
― «Έμπα, γέρου», τ’ είπι η
γριγιούδα.
― «Να κάτσου σκ’ γουνιούδα σ’;»
― «Κάτσι.»
― «Να κ’νήσου του τσ’καλέλ’ σ’;»
― «Κούν’σι του.»
Σιγά
- σιγά η γέρους έπιρνι θάρρους πιο πουλύ τσι γύριβγι απ’ κ’ γριγιά κ’ άδεια να
κάν’ διάφουρα πράματα (Σ’ αυτό το σημείο έπαιζαν ρόλο και οι αυτοσχεδιασμοί
αυτού που διηγόταν το διάλογο του παραμυθιού. Συνήθως, έψαχναν να βρουν αστείες
ερωτήσεις, για να διασκεδάσουν τα μικρά παιδιά, που γνώριζαν βέβαια το τέλος
του παραμυθιού, όχι όμως και τη στιγμή που θα γινόταν η επίμαχη ερώτηση κι η
χαρακτηριστική χειρονομία. Αν ήταν η μητέρα που αφηγούνταν το παραμύθι,
κάνοντας ερωτήσεις σχετικές με τις δουλειές που είχε εκείνη την ώρα,
ασχολούνταν ταυτόχρονα και με το νοικοκυριό).
― «Ου γριγιούδα, ου γριγιούδα, ν’
ανακατέψου του φαγί;», έλιγι γη γέρους.
― «Ανακάτιψί του», τ’ ίλιγι η
γριγιά.
― «Ου γριγιούδα, ου γριγιούδα, να
πιάσου κ’ μασιά;», ξαναρώτα
γη γέρους.
― «Πιάσ’ κ’», τ’ ίλιγι η γριγιά.
― «Να πιάσου του κ’μαρέλ’;»,
ξαναρώτα γη γέρους.
― «Πιάσ’ του», τ’ ίλιγι η γριγιά.
― «Να πιάσου τσι τα β’ζέλια σ’;»,
έλιγι ξαφνικά γη γέρους, απλώνουντας τα χέρια.
― «Ούξου, μασκαρά! Ούξου (έξω),
μασκαρά!», φώναζι σκανδαλισμέν’ γη γριγιά, διώχνουντας του γέρου απού του
χουματένιου του σπ’τέλ’.
Κι
άρχιζε το κυνηγητό, με φωνές και γέλια και γαργαλητά!
*****
2η Παραλλαγή, από το Παλαιοχώρι Λέσβου
Παιχνίδι - διάλογος
Συχνά έβαζαν τα μικρά
παιδιά να ενώσουν τις δυο παλάμες τους με τα δάχτυλα ανοιχτά έτσι, ώστε να
σχηματίζεται μια φανταστική σκάλα. Αυτός που έκανε τις ερωτήσεις, ο «γέρος», ανέβαινε ένα «σκαλί» σε κάθε ερώτηση και καταφατική
απάντηση του άλλου, της «γριγιάς».
Όταν έφταναν στο άνοιγμα που σχηματιζόταν από τους δείκτες και τους αντίχειρες,
έλεγαν: «Να μπω μέσ’ του
σπ’τέλ’ σ’;». Και συνέχιζαν να κάνουν ερωτήσεις, που όλες έπαιρναν
καταφατικές απαντήσεις, μέχρις ότου ξαφνικά ο «γέρος» έκανε την τολμηρή ερώτηση,
συνοδευόμενη από χαρακτηριστική χειρονομία, η οποία έδειχνε πόσο θάρρος πήρε ο «γέρος» εκμεταλλευόμενος τη φιλόξενη διάθεση
της «γριγιάς» και αποτελούσε αιτία και αρχή
κυνηγητού του «γέρου» από τη «γριγιά».
Κι άρχιζαν τότε το κυνηγητό, τα γαργαλητά, οι φωνές
και τα γέλια!
Ομαδικό παιχνίδι - διάλογος
Ομοιότητα με το παραμύθι
είχε και ο παρακάτω διάλογος - ομαδικό παιχνίδι, που παιζόταν ανάμεσα σε ομάδες
κοριτσιών και ομάδες αγοριών στους δρόμους του χωριού μας, στον ευρύτερο χώρο
της γειτονιάς. Μπροστά πήγαινε η ομάδα τριών - τεσσάρων κοριτσιών, που
κρατιούνταν αγκαζέ και βάδιζαν δυτικά, προς την κατεύθυνση της «Αγίας Ειρήνης», όπου βρίσκεται
το κοιμητήρι του χωριού. Πίσω ακολουθούσε η ομάδα των αγοριών, που σχημάτιζε τη
δική της σειρά και άρχιζε το διάλογο με αργή και κάπως συρτή φωνή.
Ο
διάλογος ήταν ο εξής:
Αγόρια: ― «Ου
γριγιούδα, πού παγαίν’ς;», έλεγαν τα αγόρια.
Κορίτσια:
― «Στ’ παπά τα κόλλ’βα»,
απαντούσαν τα κορίτσια.
Αγόρια:
― «Α ν-έρτου τσι ’γω;»,
ρωτούσαν τα αγόρια.
Κορίτσια: ― «Έλα, αμ’ μπας τσι κλάν’ς;», απαντούσαν καταφατικά τα κορίτσια, βάζοντας περιοριστικό όρο στη συμμετοχή των αγοριών να είναι σοβαρά και κόσμια.
Κορίτσια: ― «Έλα, αμ’ μπας τσι κλάν’ς;», απαντούσαν καταφατικά τα κορίτσια, βάζοντας περιοριστικό όρο στη συμμετοχή των αγοριών να είναι σοβαρά και κόσμια.
Αγόρια: ― «Πρρρ…
πρρρ… πρρρ… πρρρ…»
Κορίτσια: ― «Ούξου,
μασκαρά! Ούξου, μασκαρά!»
Η
παραβίαση του περιοριστικού όρου άμεση και κατ’ εξακολούθηση, έτσι που να γίνει
αφορμή για να ξεκινήσει η αντιπαράθεση των δύο φύλων. Τα κορίτσια έπρεπε να
τιμωρήσουν τους υβριστές και ιερόσυλους, με επίπληξη και κυνηγητό! Άρχιζε τότε
το κυνηγητό του «γέρου» (ομάδα αγοριών) από τη «γριγιά» (ομάδα κοριτσιών).
Κι
αντηχούσαν τα στενά δρομάκια του χωριού από τα γέλια και τα ξεφωνητά των
παιδιών…
Σημειώσεις:
1. Την 1η και τη 2η παραλλαγή του παραπάνω παραμυθιού
καταγράψαμε με βάση μνήμες από τα παιδικά μας χρόνια. Έχουν δημοσιευτεί στο 28ο τεύχος του περιοδικού «Τα Παλιοχωριανά» του Συλλόγου Παλαιοχωριτών
Αθήνας «Η Μελίντα» (Οκτ.-
Δεκ. 1987, σελ. 431).
2. Έχουμε έτοιμη μια ανάλυση του
παραμυθιού, με βάση τις ψυχολογικές και κοινωνικές διαστάσεις του, αλλά
χρειαζόμαστε κι άλλες παραλλαγές του παραμυθιού, προτού
τη δημοσιεύσουμε. Σας παρακαλούμε λοιπόν να μας στείλετε και τη δική σας
παραλλαγή, καθώς και άλλα παλιοχωριανά παραμύθια, που πρέπει να τα σώσουμε από
τη λήθη καταγράφοντάς τα.
*****
3η Παραλλαγή, από το Παλαιοχώρι Λέσβου
Η γριά και ο γέρος
Μια φουρά τσι έναν τσιρό, ήταν ένας
γέρους τσι μια γριγιά. Καθούνταν τσι κουβιντιάζαν κι να κάνουν, για να χκίσουν
απού ένα σπ’τέλ’.
Η
γέρους λέγ’:
― «Ιγώ θα χκίσου ένα αλατένιου.»
Τότι
η γριά λέγ’:
― «Ιγώ θα χκίσου ένα λασπένιου.»
Αρχινίσαν
τότις να χκίζουν η καθένας του σπίκι ντ’. Πιράσαν αρκιτές μέρις, για να τα
τιλειώσουν. Χαρά χαρούμιν’ τα τιλειώσαν τσι ήμπαν μέσα, η γέρους στου αλατένιου
τσι η γριγιά στου λασπένιου.
Έλα ντε
που, μι κ’ πρώκ’ κ’ βρουχή που έβριξι του φθινόπουρου, έλιουσι του σπίκ’ του
αλατένιου. Τότι η γέρους άρχισι τα κλιάματα, έκλιγι σα του μουρό. Απουφάσ’σι
τότι να πα’ σ’ γριά.
Άκ’σι
μες σκ’ νύχτα η γριγιά να βρουντά η πόρτα τάκα - τούκα, τάκα - τούκα.
― «Ποιος είνι τέτοια ώρα;»
― «Έλα, μουρ’ γριγιούδα, τσι άν’ξι μ’
τσι είμι μούσκιμα. Έβριξι πουλύ νιρό τσ’ έλιουσι απ’ κ’ βρουχή του σπ’τέλι μ’…»
Παγαίν’
η γριγιά τσι τ’ ανοίγ’ κ’ πόρτα.
― «Έμπα, έμπα μέσα, βρε γέρου, τσι
είσι μούσκιμα.»
― «Να ανέβου ένα σκαλέλ’, μουρ’
γριγιούδα;»
― «Ανέβα.»
― «Να ανέβου τσι τ’ άλλου του
σκαλέλ’;»
― «Έλα, ανέβα», έλιγι η γριγιά.
― «Να μπω τσι μες σκ’ γουνιούδα σ’,
να ζισταθώ κουμμάκ’;»
― «Έμπα.»
― «Να στιγνώσου τσι τα ρούχα μ’;»
― «Στέγνουσέ τα», ίλιγι η γριγιά.
― «Να γείρου κουμμάκ’ έδουνα, να
τσ’μιθώ;»
― «Γείρι», έλιγι η γριγιά.
― «Να πιάσου τσι τα β’ζέλια σ’
λίγου;»
― «Ούξου, μασκαρά», είπι η
γριγιούδα τσι τουν κατέβασι κάτου, πίσ’ κ’ πόρτα, τσι τ’ λέγ’: «Έγτσι θα τσ’μηθείς.»
Τσι
η γέρους αρχίν’σι να κλαί’ τσι να λέγ’:
― «Σ’χώρισί μι, μουρ’ γριγιούδα, ’εν
του ξανακάνου.»
(Την 3η παραλλαγή μας έστειλαν το 2008 η Ειρήνη Γ.
Γανώση και η κόρη της Δέσποινα Γανώση - Παυλίδου από
το Παλαιοχώρι Λέσβου και τις ευχαριστούμε πολύ.)
*****
4η Παραλλαγή, από το Παλαιοχώρι Λέσβου
Ο γέρος κι η γριά
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια γριά και
ένας γέρος. Κάναν από ένα σπιτάκι σε μια γειτονιά, κάναν από τρία σκαλοπάτια.
Ήταν τα ίδια, αλλά η γριά το σκέπασε με χώμα, όπως γινόταν τα παλιά χρόνια. Ο
γέρος το σκέπασε με αλάτι. Όταν όμως έβρεξε, έλιωσε το αλάτι.
Και τότε πήγε στη γριά και της λέει:
«Να έλθω, γριούλα, στο πρώτο σκαλάκι;».
Η γριά του είπε «Ούξου, μασκαρά», αλλά τον
λυπήθηκε και του λέγει «έλα,
μασκαρά».
Και πάλι της είπε:
«Να ’ρθω στο δεύτερο σκαλάκι;».
«Ούξου, ούξου μασκαρά», είπε αυτή
αλλά και πάλι τον άφησε νά ’ρθει στο δεύτερο σκαλάκι.
Ο γέρος, απαιτητικός, της είπε:
«Να έλθω στο τρίτο σκαλάκι;».
Και η γριά του είπε:
«Έλα, μασκαρά».
Όταν είδε το τζάκι να έχει φωτιά που είχε
η γριά, της λέγει:
«Να έλθω λίγο να ζεσταθώ;».
Και του λέγει:
«Έλα, μασκαρά».
Τότε άρχισε μια μεγάλη βροχή και δεν
μπορούσε να φύγει και λέγει στη γριά:
«Θα μείνω εδώ».
Και τότε η γριά του είπε:
«Έχω μονάχα ένα κρεβάτι».
Και ο γέρος μασκαράς έμεινε στο ίδιο
κρεβάτι της γριάς και ξύπνησαν πολύ αργά το πρωί.
*****
5η
Παραλλαγή, από την Παροικιά της Πάρου
Ο γέρος κι η γριά
Μια φορά
κι έναν καιρό ήταν ένας γέρος και μια γριά που μαλώνανε, όλο μαλώνανε. Κι αυτό,
γιατί η γριά ήτανε πολύ στριμμένη, πολύ καβγατζού, κι όλα της φταίγανε.
Μια
μέρα, λοιπόν, λέει του γέρου:
«Γέρο,
θέλω να χωρίσουμε».
«Βρε
γριά, τρελάθηκες; Τώρα στα γεράματα, να κάνουμε ρεζιλίκια πράματα; Δεν είναι
σωστό!» της λέει ο κακομοίρης
ο γέρος.
«Όχι,
εγώ τ’ αποφάσισα. Πάει και τέλειωσε! Λοιπόν, κάτσε εσύ εδώ στο παλιοκάλυβο» − είχανε εκεί πέρα ένα καλυβάκι από ξύλα − «κι εγώ θα πάω να χτίσω ένα
καινούργιο σπίτι».
Αυτά
είπε η γριά κι έφυγε και πήγε παρακάτω, στην παραλία, που ήτανε μια αλυκή.
Μάζεψε μπόλικο αλάτι κι έφτιαξε ένα σπίτι, κι έμενε μέσα και σημασία πια δεν
έδινε του γέρου.
Αυτός, ο
κακομοίρης, κοίταζε να τα βολεύει όπως μπορούσε, μα τα ’φερνε δύσκολα. Τι να
σου κάνει… φτωχός άνθρωπος ήτανε και γέρος και μοναχός.
Μια
μέρα, λοιπόν, που δεν είχε τι να φάει, πήγε στο βουνό και μάζεψε κάμποσα
χορταράκια. Γύρισε μετά στο καλυβάκι του, τα έβρασε και κάθισε να τα φάει. Μα
δεν είχε αλάτι, και πώς να τα φάει, έτσι άνοστα που ήτανε;
Σηκώνεται
λοιπόν και, μια και δυο, πάει στη γριά και την παρακαλεί:
«Δώσε
μου, γριά, λίγο αλατάκι ν’ αλατίσω τα χορταράκια μου».
«Μωρέ,
τι μας λες; Σιγά μη χαλάσω εγώ το σπίτι μου για να αλατίσεις εσύ τα χόρτα σου.
Άντε να τα φας ανάλατα και καλά σου είναι».
Τι να
κάνει ο γέρος; Γύρισε στο καλυβάκι του βαρύς και πικραμένος.
«Μα
να έχει ολόκληρο σπίτι από αλάτι και να μη μου δώσει μια σταλιά…» συλλογιζότανε ο κακομοίρης κι έτρωγε
τα χορταράκια του ανάλατα.
Εκείνη
την ώρα άρχισε ν’ αστράφτει και να μπουμπουνίζει. Ο ουρανός σκοτείνιασε κι
έπιασε μια βροχή, μα τι βροχή! Και, μέσα σε δυο λεπτά, πάει το σπίτι της γριάς!
Έλιωσε! Κι απόμεινε αυτή μες στη βροχή, χωρίς τίποτα.
«Βρε,
κακό που έπαθα!» μουρμούρισε
η γριά. «Τι να κάνω τώρα;…Τι
να κάνω, τι να κάνω…»
Σκέφτηκε,
ξανασκέφτηκε… «Θα πάω στο
γέρο», λέει.
Κατέβασε
λοιπόν το κεφάλι και πήγε στο καλυβάκι και του χτύπησε την πόρτα.
Ανοίγει
ο γέρος. «Πώς από δω, γριά;» της
λέει.
«Άχου,
γέρο, τι έπαθα, η κακομοίρα! Η βροχή έλιωσε το σπίτι μου και δεν έχω πού να
μείνω».
«Κανονικά,
γριά», της λέει τότε ο γέρος, «σου
αξίζει να μείνεις στο δρόμο. Μα επειδή έχω καλή καρδιά και σ’ αγαπάω, πέρασε
μέσα».
Και
μπήκε η γριά και κούρνιασε κοντά στο γέρο της κι από τότε δεν ξαναμαλώσανε και
ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
(Γιάννα Σέργη, «Λαїκά Παραμύθια από την Πάρο και
την Αντίπαρο», Εκδοτικός οίκος «Α.
Λιβάνη», Αθήνα 2004, σελ. 81-82. Σημείωση: Αφηγητής αυτού του παραμυθιού είναι ο Αθανάσιος Γ. Τριαντάφυλλος
από την Παροικιά.)
*****
6η Παραλλαγή, από τη Βλάστη Κοζάνης
Το αλατένιο
σπίτι
Μια φορά
κι έναν καιρό, σε κάποιο χωριό ζούσαν ένας παππούς και μια γιαγιά. Είχαν χάσει
τους συντρόφους τους και έμεναν μόνοι. Ο παππούς ήταν ένας στριμμένος γέρος κι
η γριά ήταν καλή και υπομονετική.
Μια
μέρα, εκεί που μαγείρευε η γιαγιά φασολάδα, ανακάλυψε πως δεν έχει αλάτι. Πάει
λοιπόν στον παππού, χτυπάει την πόρτα και του λέει:
─
Παππού, θα μου δώσεις λίγο αλάτι που δεν έχω να βάλω στο φαγητό μου;
─ Να
φύγεις από δω, της λέει αυτός, δε σου δίνω τίποτε.
Φεύγει η
γριά στεναχωρημένη.
Σε λίγες
μέρες πάλι μαγείρευε η γριά, πάλι δεν είχε αλάτι. Πηγαίνει στον παππού, χτυπάει
την πόρτα και του λέει:
─ Σε
παρακαλώ, παππού, μου δίνεις λίγο αλάτι που δεν έχω;
─
Γρήγορα να φύγεις από δω, της απαντάει απότομα εκείνος.
Φεύγει
πάλι η γιαγιά στεναχωρημένη με την κακία του παππού. Πέρασε καμιά βδομάδα,
ξέμεινε πάλι η γιαγιά από αλάτι. Χτυπάει την πόρτα του παππού και αυτός όλο
νεύρα τη ρωτάει:
─ Αμάν
πια, τι θέλεις πάλι;
─
Λίγο αλάτι, παππού. Δεν έχω να βάλω στο φαγητό.
─ Σου
είπα δεν έχω αλάτι! Να φύγεις γρήγορα από δω.
Φεύγει
αγανακτισμένη η γιαγιά και πάνω στην απελπισία της, λέει:
─ Θεέ
μου, να ρίξεις μια τόσο δυνατή βροχή, που να λιώσει το σπίτι του παππού, να δω
τότε τι θα κάνει!
Πράγματι, σε λίγες μέρες άρχισαν να
μαζεύονται μαύρα σύννεφα στον ουρανό και πιάνει μια βροχή, μα τι βροχή! Ήταν
τόσο δυνατή, που έβρεχε όλη μέρα. Το αλατένιο σπίτι του παππού άρχισε σιγά –
σιγά να λιώνει, ώσπου έλιωσε τελείως. Ο παππούς έμεινε στο δρόμο,
βρεγμένος και τρέμοντας από το κρύο. Όπως ήταν ταλαιπωρημένος, σκεφτόταν τι να
κάνει.
─ Θα
χτυπήσω, λέει, στη γιαγιά, μπορεί να με λυπηθεί και να με βάλει στο σπίτι της.
Πράγματι,
χτυπάει την πόρτα, του ανοίγει η γιαγιά και τον ρωτάει τι θέλει.
─
Συγχώρεσέ με που δε σου έδωσα αλάτι, αλλά με τη δυνατή βροχή έλιωσε το σπίτι
μου και τώρα δεν έχω πού να μείνω. Βάλε με στο σπίτι σου, γιατί θα παγώσω έξω.
Εγώ θα κάτσω σε μια γωνιά και δε θα σε ενοχλήσω.
─
Ούτε να το συζητάς! Του λέει εκείνη. Σου ζήτησα λίγο αλάτι και μ’ έδιωξες και
τώρα θέλεις να σε βάλω στο σπίτι μου; Να φύγεις!
Ο
παππούς, όμως, επέμενε. Το είπε τρεις - τέσσερις φορές, ώσπου η γιαγιά τον
λυπήθηκε και του λέει:
─ Άντε,
επειδή είμαι καλή, πέρασε μέσα να μη βρέχεσαι. Κάτσε σε μια γωνιά και μη
μιλήσεις.
Μπήκε
μέσα ο παππούς, αλλά σε λίγο ήθελε να βγάλει τα βρεγμένα ρούχα του, γιατί
κρύωνε. Άρχισε, λοιπόν, να παρακαλάει τη γιαγιά.
─ Σε
παρακαλώ, δε μου δίνεις κανένα ρούχο του συχωρεμένου του άντρα σου ν’ αλλάξω,
γιατί αυτά που φοράω είναι βρεγμένα κι έχω ξεπαγιάσει;
─ Α, εσύ
δεν ντρέπεσαι καθόλου! Εγώ σου ζήτησα λίγο αλάτι και δε μου έδωσες. Σ’ έβαλα
στο σπίτι μου να μη βρέχεσαι και τώρα μου ζητάς και στεγνά ρούχα; Σου είπα να
μη μιλάς!
Ο
παππούς όμως επέμενε, η γιαγιά βαρέθηκε να τον ακούει, τον παίρνει, του κάνει
ένα ζεστό μπάνιο και του βάζει στεγνά κα καθαρά ρούχα.
Έκατσε
πάλι στη γωνιά ο παππούς, καθαρός και ζεστός. Σε λίγο η γιαγιά έβαλε να φάει.
Την έβλεπε ο παππούς και τρέχανε τα σάλια του, γιατί πεινούσε κι αυτός πολύ.
─ Αχ,
καλέ γιαγιά, ξέρεις πώς πεινάω κι εγώ! Δώσε μου λίγο φαγάκι.
─ Α, μα
εσύ δεν υποφέρεσαι! Εγώ σου ζήτησα λίγο αλάτι, δε μου έδωσες και μ’ έδιωξες. Σ’
έβαλα στο σπίτι μου να μην κρυώνεις, σου έκανα μπάνιο, σου έδωσα ζεστά ρούχα
και τώρα θέλεις και φαγητό;
─ Έλα,
καλέ γιαγιά, δε με λυπάσαι που πεινάω; Ξανάπε ο παππούς.
Την
παρακάλεσε δυο – τρεις φορές, το λυπήθηκε πάλι. Του έδωσε ένα κομμάτι ψωμί, του
έβαλε φαγητό κι έκατσαν κοντά στο τζάκι παρέα κι έφαγαν. Σε λίγο η γιαγιά είπε:
─ Εγώ θα
πάω να κοιμηθώ στο κρεβάτι μου. Κάτσε εσύ κοντά στο τζάκι που είναι ζεστά και
κοιμήσου. Το πρωί θα τα πούμε.
Ο
παππούς, όμως, δεν ησύχαζε. Όσο έβλεπε τη γιαγιά να κοιμάται στο κρεβάτι της,
ζήλευε και ήθελε να πλαγιάσει κοντά της. Άρχισε, λοιπόν, πάλι να την
παρακαλάει:
─ Άσε με
να έρθω κι εγώ στο κρεβάτι σου να κοιμηθώ, που είμαι κουρασμένος. Να, θα
ξαπλώσω σε μια ακρούλα, ούτε που θα με καταλάβεις. Δε θα σε ενοχλήσω καθόλου.
─ Α, μα
εσύ δεν είσαι με τα καλά σου! Εγώ σου ζήτησα λίγο αλάτι κι εσύ μ’ έδιωξες. Σ’
έβαλα στο σπίτι μου, σ’ έκανα μπάνιο, σου έδωσα στεγνά και καθαρά ρούχα, σε τάισα
και τώρα μου ζητάς να σε βάλω και στο κρεβάτι μου;
Παρακάλεσε,
παρακάλεσε ο παππούς, τον λυπήθηκε στο τέλος η γιαγιά και του λέει:
─ Άντε,
έλα και στο κρεβάτι μου, αλλά να είσαι ήσυχος.
Ξάπλωσε
ο παππούς στο κρεβάτι, ζεστάθηκε και ήταν πολύ ευχαριστημένος. Σε λίγο όμως
ξανάρχισε:
─
Γιαγιά, γιαγιά, να πιάσω λίγο τα χεράκια σου;
Η
γιαγιά, επειδή κουράστηκε να του αρνείται συνέχεια και μετά να κάνει ό,τι της
ζητούσε, του απαντάει:
─ Ε, τι να σου κάνω, πιάσ’
τα κι αυτά! Αλλά αύριο θα φωνάξουμε και τον παπά να μας στεφανώσει!
Ο
παππούς είδε πόσο καλή ήταν η γιαγιά και σκέφτηκε ότι θα περνούσαν πολύ καλά οι
δυο τους. Και πράγματι, την άλλη μέρα φώναξαν τον παπά, τους στεφάνωσε κι
έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
(Δέσποινα Δαμαλά, «Τα παραμύθια της Μακεδονίτισσας γιαγιάς», Εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα 2004,
σελ. 100-104. Σημείωση: Το παραμύθι αυτό το είχε ακούσει η συγγραφέας από τη γιαγιά της Αδριανή από τη Βλάστη Κοζάνης.)
*****
7η Παραλλαγή, από παιδικό βιβλίο
Το σπιτάκι από χώμα
και το σπιτάκι από αλάτι
Μια φορά
κι έναν καιρό, ένας γέρος και μια γριά είχαν δυο σπιτάκια: το ένα ήταν
φτιαγμένο από χώμα και το άλλο από αλάτι.
Το
ζευγάρι όλο μάλωνε κι αποφάσισε να χωρίσει την περιουσία του. Έτσι ο γέρος
διάλεξε το σπίτι από αλάτι και η γριά κράτησε το χωμάτινο σπίτι.
Κάποτε η
γριά μαγείρευε και της χρειάστηκε αλάτι. Πάει στο σπίτι του άντρα της και του
ζητάει να της δώσει λίγο αλάτι. Ο γέρος όχι μόνο δεν της έδωσε, αλλά έβαλε τις
φωνές και την κυνήγησε με το σκουπόξυλο.
Η γριά
γύρισε στο σπίτι της κι έφαγε ανάλατο το φαγητό της.
Ήρθε το
φθινόπωρο, οι βροχές έλιωναν το αλάτι, η σκεπή στο σπίτι του γέρου γέμισε
τρύπες. Τότε αυτός έτρεξε στο χωμάτινο σπίτι της γριάς και χτύπησε την πόρτα:
─
Γριά, άνοιξε σε παρακαλώ. Το σπίτι μου γέμισε νερά κι εγώ έχω γίνει μούσκεμα!
─
Όχι! φώναξε η γριά. Όταν σου ζήτησα λίγο αλατάκι, μου τ' αρνήθηκες και μ'
έδιωξες με το σκουπόξυλο! Φύγε γρήγορα κι απ' το δρόμο του σπιτιού μου!
Ο γέρος
πήρε το δρόμο του γυρισμού για το σπίτι του μέσα στη βροχή, αλλά όταν έφτασε
εκεί τι να δει! Το σπίτι από αλάτι είχε λιώσει, δεν υπήρχε τίποτα πια!
Βρεγμένος, παπί, έτρεξε απελπισμένος στη γριά και ξαναχτύπησε την πόρτα:
─ Γριά
μου, άνοιξε σε παρακαλώ, φώναξε. Δεν έχω πια σπίτι. Η βροχή το έλιωσε κι εγώ
έχω παγώσει!
Η γριά
άρπαξε το σκουπόξυλο να διώξει το γέρο, όπως την είχε διώξει εκείνος κάποτε.
─
Αααψού! ακούστηκε ένα δυνατό φτάρνισμα.
─ Αχ, θ'
αρρωστήσεις, γέρο μου!... Νερό κι αλάτι! φώναξε η γριά κι άνοιξε φουριόζα την
πόρτα της, να μπει μέσα ο γέρος.
─ Νερό
κι αλάτι! έλεγε ο ένας από τους δύο, κάθε φορά που ξεκινούσε καυγάς, και αμέσως
σταματούσε κάθε παρεξήγηση.
Έτσι το
αντρόγυνο έζησε πάρα πολλά χρόνια αγαπημένο.
(«Οι Μήνες- Νοέμβριος», Εκδόσεις «Μαλλιάρης -
Παιδεία», Θεσσαλονίκη, σ. 58-59)
*****
8η Παραλλαγή, από τη Σαμαρίνα Γρεβενών
Η γριά και τα εφτά κατσικάκια της
Ήταν κάποτε
ένας γέρος και μια γριά. Μάλωσαν και χώρισαν. Ο γέρος έκανε ένα καλύβι από αλάτι.
Η γριά έκανε ένα καλύβι από άχυρα. Ήταν νύχτα. Ξέσπασε μπόρα δυνατή. Η βροχή έλιωσε
το καλύβι του γέρου.
Χτυπά ο
γέρος την πόρτα της γριάς.
─ Σε
παρακαλώ, βάλε με μέσα.
─ Όχι,
δε χωράει. Έχω μαζί μου τα εφτά κατσικάκια μου.
─ Σε
παρακαλώ, βάλε με στην πόρτα, όρθιος θα καθίσω. Είμαι μούσκεμα, κρυώνω πολύ, σε
παρακαλώ, στην πόρτα βάλε με.
Τον λυπήθηκε
η γριά. Τον έβαλε στην πόρτα. Αλλά ο γέρος σιγά-σιγά έφτασε στην κόχη. Κοιμήθηκε
και ροχάλιζε δυνατά.
Τον
σκουντά η γριά:
─ Πάψε,
γέρο, θα μου τρομάξεις τα κατσικάκια μου.
Σταμάτησε
ο γέρος, για να ξαναρχίσει τα ίδια και χειρότερα σε λίγο. Τα κατσικάκια τρόμαξαν.
Έδωσαν μια στην πόρτα και έτρεξαν έξω. Όταν ξημέρωσε, η γριά άρχιζε να ψάχνει
σαν παλαβή. Πάει στο λιβάδι. Πουθενά τα κατσικάκια της. Πάει στο βουνό, βρίσκει
το λύκο.
─ Λύκε,
λύκε, μήπως βρήκες τα κατσικάκια μου;
─ Τα βρήκα.
Ένα έφαγα και τ’ άλλα τα άφησα.
─ Αχ! Πάει
το ένα, αναστέναξε η γριά.
Προχωράει, βρίσκει την αρκούδα.
─
Αρκούδα, μήπως βρήκες τα κατσικάκια μου;
─ Τα
βρήκα. Ένα έφαγα. Τ’ άλλα τ’ άφησα.
─ Αχ,
αχ! Πάνε τα δύο κατσικάκια μου…
Πιο πέρα
βρίσκει την αλεπού.
─
Αλεπού, αλεπουδίτσα, μήπως βρήκες τα κατσικάκια μου;
─ Τα βρήκα.
Ένα έφαγα. Τ’ άλλα τ’ άφησα.
─ Δυστυχία
μου. Έχασα τρία κατσικάκια.
Παραπέρα
βρίσκει το τσακάλι. Είχε φάει κι αυτό ένα κατσικάκι.
Τέλος βρίσκει
το αγριογούρουνο. Από τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα. Η φωνή της έβγαινε με δυσκολία,
μόλις ακουγόταν.
─ Αγριογούρουνο,
είδες τα κατσικάκια μου;
─ Τα βρήκα
και τα ’φαγα όλα.
Έτσι χάθηκαν
όλα τα κατσικάκια και η καημένη η γριά ήταν τόσο απελπισμένη, τόσο λυπημένη,
που δεν μπορούσε ούτε να κουνηθεί ούτε να μαλώσει το γέρο της.
Μερικοί
λένε πως έμεινε εκεί, στον τόπο που βρήκε το αγριογούρουνο και έγινε πέτρα, βράχος.
Άλλοι λένε πως έζησε με το γέρο της αγαπημένα, καλά. Κι εμείς καλύτερα.
(Β. Δ. Αναγνωστόπουλος, «Λαϊκά παραμύθια για
μικρά παιδιά», Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1997, σελ.
18-19. Αφηγήτρια η Τσακνάκη Θωμαή, 70 ετών, από τη Σαμαρίνα
Γρεβενών.)
*****
9η Παραλλαγή, από τη Νάξο
Το χρυσό κουτί
Μια φορά
κι έναν καιρό ήταν ένας γέρος κι είχεν ένα σπιτάκι από αλάτι και μια γριά γειτόνισσα
ένα άλλο σπιτάκι από φακή (Γίνεται τώρα αλατένιο και φακένιο σπίτι; Παραμύθι
πες το και παράτησέ το).
Λέει μια
φορά ο γέρος της γριάς:
─
Γειτόνισσα, σκάψε κακομοίρα από το σπιτάκι σου να βγάλεις λίγη φακή κι εγώ από
το δικό μου αλατάκι να μαγειρέψομε να φάμε που ’ναι κρύο.
Ο
πονηρός γέρος πόσο αλάτι χρειαζότανε; Κι εκείνη έβγαλε μια μαγεριά φακή,
φάγανε.
Σαν ήρθε
ο χειμώνας, έκαμε βροχή πολλή μια νυχτιά, και λιώνει του γέρου το σπίτι, αφού
ήταν από αλάτι, και βρέθηκε μες στους πέντε δρόμους. Εκεί που κοιμότανε, σούπα
τα ρούχα του.
Σηκώνεται
πάει στη γριά και χτυπά την πόρτα:
─
Άνοιξέ μου. Γειτόνισσα, γιατί έλιωσε το σπίτι μου.
─ Δε
χωρεί το δικό μου, είναι στενό.
─ Άνοιξέ
μου δα, γειτόνισσα, μην κάνεις την κακιά, να μην ψοφήσω από το κρύο, που
τουρτουρίζω, και με βάνεις σ’ ένα καντούνι [μέρος] να στέκομαι ολόρθος, όσο να
μη βρέχομαι.
Του
ανοίγει η γριά, τονε βάνει σ’ ένα καντούνι και πέφτει πάλι στο κρεβάτι της.
Ο γέρος
πάλι λέει:
─
Καψούλα γειτόνισσα, παρά να στέκομαι ολόρθος και να μη βουλώσω μάτι όλη νύχτα,
βάλε με στο κρεβατάκι σου.
─ Δεν το
βλέπεις πως είναι στενό;
─ Εκειδά
στο καντουνάκι του κρεβατιού ζαρώνω.
Τονε
βάνει στο καντουνάκι του κρεβατιού. Από ’κει πάλι αυτός λέει:
─
Καψούλα γειτόνισσα, γιατί να μ’ έχεις έτσι δα στο καντουνάκι που κρυώνω, να
’ρθω παραμέσα να ξαπλώσω κομματάκι.
Έτσι το
λοιπόν, «παραμέσα, γριά μου, παραμέσα, γριά μου», γκαστρώνει τη γριά. Φεύγει ο
γέρος το πρωί κι επήγε κι έκατσε αλλού. Μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει,
εξεκοίλωνε η γριά. Μες στους εννιά μήνες γεννά και κάνει ένα θεόρατο κουτί
χρυσό, αντί παιδί μαθές, μα είχε ψυχή.
Η γριά
πια στη φούρκα της λέει:
─ Δε
φτάνει δα πως με γέλασε ο γέρος, μόνο αντί να κάνω μάγκους μου [τουλάχιστον]
ένα παιδί να το ’χω αποκούραση στα γερατειά μου, έκαμα κουτί, και του δώνει μια
και το πετά όξω στη στράτα.
Εκεί
περνά ένας βεζύρης, το βλέπει και λέει:
─ Καλό
είν’ αυτό να το πάω της γυναίκας μου να βάνει τα μαλαματικά της. Το παίρνει,
της το πάει, λέει:
─ Ένα
σημαδιακό κουτί σ’ αγόρασα να βάνεις τα κορδόνια σου.
Δεν της
είπε πώς το βρήκε, για να πουλήσει πιο πολύ δούλεψη. Λέει:
─ Τι
ωραίο κουτί!
Αυτή
βάνει τα μαλαματικά της και το κλειδώνει στην κασέλα.
Τη νύχτα
κι αυτό ανοίγει την κλειδαριά, βγαίνει όξω από το σπίτι και πάει συρτά - συρτά
στης μάνας του. Τίκι τίκι το κουτί την πόρτα:
─
Άνοιξε, μάνα.
─ Μα εγώ
παιδί δεν έκαμα. Έκαμα κουτί.
─
Άνοιξε, μάνα, και δε θα σου κακοπάει.
Ανοίγει
αυτή, βλέπει το κουτί, λέει:
─ Τι
κακό σου καιρό ήθελες;
─ Ξεσκέπασέ
με, να δεις τι έχω μέσα.
Το
πιάνει το ξεσκεπάζει η γριά, χύνονται τα μαλάματα μέσα στην ποδιά της, που
ποιος τη χαρά της. Απόειδε κι εκείνη να το φυλάξει πια, παιδί της ήτανε. Μόνο
σαν το άδειασε καλά - καλά, του δίνει πάλι μια και το ρίχνει όξω πέρα και πέρα,
για να της φέρει κι άλλα ήταν ο λόγος. Πόνεσε αυτό, μα δεν μίλησε.
Πούλησε
η γριά τα μαλαματικά, πήρε φορεσιές ρούχα, στολίδια, μόμπιλα [έπιπλα], βάλε πια
με το νου σου πόσο άξιζε όλο το μαλαματικό της βεζύραινας.
Εκεί
πάλι πέρασε από κάτω ο βασιλιάς εκείνης της πολιτείας, λέει:
─ Αγάπη
μου, κουτί για τη βασίλισσά μου!
Το
παίρνει και το πάει στο παλάτι. Βάνει η βασίλισσα όλο της το μαργαριτάρι, την
κορόνα της και το κλειδώνει στην κασέλα. Τη νύχτα πάλι ξεκλειδώνει αυτό όμορφα
- όμορφα και πάει κωλοσυρτό στης μάνας του. Τίκι τίκι το κουτί:
─
Άνοιξε, μάνα.
Αυτή
σηκώνεται νύχτα από το κρεβάτι της, ανοίγει μάνι - μάνι και το πιάνει. Ανάβει
το φως και αδειάζει πάλι στην ποδιά της εκείνα τα βασιλικά τζοβαїρικά
[διαμαντικά], την κορόνα με τα διαμάντια γύρω - γύρω, που ποιος τη μοίρα της.
Κι έπειτα το πιάνει πάλι μπούφου και το πετά με βιάση όξω, που κόντεψε να
ξεχαρχαλιστεί από το χτύπο.
Αυτό πια
το καμένο λέει:
─ Έγνοια
σου κι εγώ θα σε διορθώσω, τόσα διαμαντικά σου ’φερα κι ακόμη δε χόρτασες μόνο
με πετάς μες στις στράτες.
Πολύ
γρήγορα περνά ένας γέρος, το παίρνει στο σπίτι του, είχε διάρροια, απόπατο στο
σπίτι του δεν είχε, λέει:
─ Ας
κάτσω να κάνω το νερό μου κι έπειτα χρυσό είναι ξεπλύνεται και το πουλώ.
Καθώς το
γέμισε και το σκέπασε να μη βρωμίσει η κάμαρα και φεύγει, σέρνεται το κουτί και
πάει βράδυ - βράδυ στης μάνας του. Τίκι τίκι το κουτί.
─ Άνοιξέ
μου, μάνα.
Αυτή από
τη βιάση της τέλος πάντων ανοίγει, το πιάνει, πάει να το ξεκαπακώσει, ήτανε
βυζακωμένο καλά [ερμητικά κλειστό]. Το τραβά ξεσηκωτά και γερτά, με τη βιάση
κατά πώς ανοίγει, περιχύνεται μ’ εκείνα που ’χε μέσα (καταλαβαίνετε ποια) στη
μούρη, στα ρούχα, θυμώνει κι αυτή, του δίνει μια και το σπάει.
Για να
’ναι αυτή αχόρταγη τα ’παθε και δεν ξέρω πόσα σαπούνια κατέλυσε για να
ξεβρωμίσει.
Νάξος
(Γιάννα Σέργη, «Παραμύθια
από τις Κυκλάδες», Εκδόσεις «Εν πλω», Αθήνα, σ. 74-77)
*****
ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ ΚΑΙ ΑΝΘΟΛΟΓΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙΩΝ ΑΠΟ ΒΟΥΝΑΤΣΟΥ
ΜΥΡΣΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου