ΠΑΛΙΟΧΩΡΙΑΝΑ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Παραλογή
Κορίτσι κρυφοφίλητο
Κορίτσι κρυφοφίλητο και κρυφαγκαστρωμένο
στο παραθύρι κάθονταν κι έκλαιγε το καημένο.
Τους μήνες ελογάριαζε και τον καιρό μετρούσε1.
Την ώρα που λογάριαζε και τον καιρό μετρούσε,
να και αυτός που πέρναγε στ’ άλογο καβαλάρης.
– Ώρα καλή σου λυγερή. – Καλώς τον το χτικιάρη2.
Απ’ τα ψηλά να κρημνιστείς, στα χαμηλά να πέσεις,
δέκα γιατροί να έλθουνε και δέκα μαθητάδες
και δώδεκα γραμματικοί να γράφουν τις γιαράδες3.
Κι εγώ διαβάτης να περνώ, να διπλοχαιρετάω:
"Καλώς τα κάνετε, γιατροί, καλώς τα πολεμάτε.
Ας κόφτουν τα ψαλίδια σας, κρέατα μη λυπάστε.
Έχω κι εγώ λινό πανί σαρανταπέντε πήχες
δέκα τις δίνω για ξαντό4 και δέκα για φυτίλια
τ’ άλλο το περισσότερο σάβανα και μαντήλια."
Και κείνος αποκρίθηκε με το καμένο αχείλι:
– Μωρή σκύλα, μωρή άπονη, μωρή διαβόλου κόρη,
δεν ήταν κρίση να με πας, καδής5 να με καλέσεις,
μόνο με καταρίστηκες6 τέτοια βαριά κατάρα;
------------------
1. άλλη γραφή του β’ ημιστίχιου: “…και τον καιρό εθυμούντο”.
2. χτικιάρης (ο): αυτός που έχει χτικιό, φυματικός, φθισικός // εδώ: η λέξη εκφράζει το μίσος της κοπέλας για τον αίτιο της εγκυμοσύνης της και τη γεμάτη εκδικητικότητα επιθυμία να πάθει αυτός χτικιό, συναισθήματα που γεννά η απελπισία της ανύπαντρης κοπέλας, που σε λίγο καιρό θα ντροπιαστεί γεννώντας ένα νόθο παιδί. Άλλη παραλλαγή του β΄ ημιστίχιου: “… – Καλώς τον καβαλάρη”.
3. γιαράς (ο) / πληθ. γιαράδες (οι): πληγές (τουρκ. yara – Μαυραγάνης, Παπάνης, Ανδριώτης, Χ. Δεμίρης).
4. ξαντό (το): λαναρισμένο (από το ρ. ξαίνω – Παπάνης, Λεξικό της Δημοτικής) // εδώ: νήματα ή ταινία ή αποστειρωμένο κομμάτι από λινό αραιοϋφασμένο ύφασμα, που χρησιμεύει για το δέσιμο πληγών, αντί για γάζα. Ο Γιώργος Γιαννουλέλλης, στη σελ. 26 του βιβλίου του «Νεοελληνικές ιδιωματικές λέξεις δάνειες από ξένες γλώσσες» (Εκδόσεις «Κείμενα», Αθήνα 1982), στο λήμμα "γάζα", αναφέρει ότι η λέξη γάζα είναι συνώνυμη της ιδιωματικής νεοελληνικής λέξης ξαντί (υποκοριστικό της λ. ξαντός < ξαίνω < πιθ. από περσ. ρ. ghāz-kardan= ξαίνω, χωρίζω σε ίνες) = φυτίλι από το ξέφτισμα παλιού καθαρού βαμβακερού υφάσματος, για τη θεραπεία των πληγών.
5. καδής / κατής (ο): Τούρκος δικαστής (kadi, Ανδριώτης).
Σημειώσεις:
6. καταρίστηκες < καταράστηκες < καταριέμαι <κατά + αρά (= κατάρα). Η δύναμη της κατάρας του αδικημένου προσώπου θεωρούνταν μεγάλη και προκαλούσε τρόμο. Εδώ η κατάρα της ανύπαντρης γκαστρωμένης και παρατημένης από τον αγαπημένο της κοπέλας προς «αυτόν, το χτικιάρη» προκαλεί το θυμό του και φόβο πως η κατάρα θα πιάσει, γι’ αυτό και θα προτιμούσε να τον πάει στο δικαστήριο. Η τουρκική λέξη "καδής" είναι ενδεικτική της παλαιότητας του τραγουδιού, αφού παραπέμπει στα χρόνια της τουρκοκρατίας.
Σημειώσεις:
α) Την παραπάνω παραλογή υπαγόρευσε με τραγουδιστή απαγγελία στη Μυρσίνη Βουνάτσου η Ειρήνη Γ. Γανώση, στο Παλαιοχώρι, το καλοκαίρι του 1985.
β) Έχει δημοσιευτεί στο 22ο τεύχος του περιοδικού «Τα Παλιοχωριανά» του Συλλόγου Παλαιοχωριτών Αθήνας (Απρ.- Μάιος 1986, σελ. 342).
γ) Το 2008 μας εστάλη εκ νέου γραπτή από την Ειρήνη Γ. Γανώση και την κόρη της Δέσποινα Γανώση - Παυλίδου, με ελάχιστες διαφορές.
δ) Επίσης, το βρήκαμε με τίτλο «Κορίτσι κρυφαγκάστρωτο» στη σελ. 47 του βιβλίου της Πόπης Χατζόγλου - Μπλάνη «Τραγούδια από την παράδοση της Λέσβου - Παροιμίες - Γνωμικά» (Έκδοση Εταιρίας Αιολικών Μελετών, Μυτιλήνη 2005).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου