Για μαθητές και μαθήτριες
λογοτεχνία (η, ουσ.) = η τέχνη του λόγου, η καλλιέργεια του έντεχνου λόγου // το σύνολο των λογοτεχνημάτων ενός λαού ή μιας εποχής.
λογοτεχνικός (επίθ.) = σχετικός με τη λογοτεχνία και τους λογοτέχνες.
+εξοικειώνομαι (ρ.) = συνηθίζω σε κάτι.
+δυνατότητα (η, ουσ.) = το να μπορεί να γίνει κάτι, πιθανότητα.
+απόσπασμα (το) = κομμάτι που αποχωρίστηκε από ένα σύνολο, μέρος συνόλου // τμήμα, χωρίο.
+αφήγηση (η, ουσ.) = διήγηση, εξιστόρηση.
+αφηγηματικός (επίθ.) = διηγηματικός // ικανός να διηγείται.
+αναδιήγηση (η, ουσ.) = επανάληψη μιας αφήγησης // προφορική απόδοση του νοήματος ενός κειμένου, που το διαβάσαμε ή το ακούσαμε.
Σελ. 10
+σχόλιο (το, ουσ.) = ερμηνεία χωρίου κειμένου // μτφ. περιγραφή // έκφραση γνώμης για κάτι // κακολογία.
υποσελίδια σχόλια = ερμηνευτικές σημειώσεις κάτω από το κείμενο, στο κάτω μέρος της σελίδας.
+συνθέτω / αρχ. συντίθημι (ρ.) = συνενώνω, συγκροτώ, συναρμολογώ // δημιουργώ, φτιάχνω // γράφω λογοτεχνικό ή μουσικό έργο // στοιχειοθετώ.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ( σελ. 11 – 26 )
Σελ. 11
+απεικόνιση (η, ουσ.) = παράσταση ενός πράγματος με εικόνα // ακριβής περιγραφή.
τετράδραχμο (το, ουσ.) = αρχαίο νόμισμα, που αντιστοιχούσε με 4 δραχμές.
εισαγωγή (η, ουσ.) = προοίμιο, πρόλογος.
Σελ. 12
+νύμφη (η, ουσ.) = μυθική κατώτερη θεά // νεράϊδα, ξωτικιά // σημ. νύφη.
Σπάρτη (η) = αρχαία πόλη, έδρα του βασιλιά Μενέλαου, συζύγου της ωραίας Ελένης.
• ΕΛΛΑΔΑ - Αυλίδα →
Τρωική εκστρατεία των Αχαιών ( περ. 1.180 π.Χ.; ) → Δεκάχρονη πολιορκία της Τροίας - Τρωικός πόλεμος → Άλωση Τροίας (Ίλιον) → Νόστος - επιστροφή Αχαιών → στην ΕΛΛΑΔΑ.
κι όμως οι ίδιοι, κι από φταίξιμο δικό τους, πάσχουν και βασανίζονται,
και πάνω από το γραφτό τους.»
(Μετάφραση Δημ. Μαρωνίτη, «Οδύσσεια», ραψωδία α, στίχ. 36-39)
ΒΑΣΙΚΗ ΗΘΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ “ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ”:
Ο Άνθρωπος είναι Υ Π Ε Υ Θ Υ Ν Ο Σ για τις πράξεις του.
Γιατί:
η ΜΟΙΡΑ γράφει
οι ΘΕΟΙ προειδοποιούν
ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ αποφασίζει κι επιλέγει τι θα πράξει.
Άρα: Ο ίδιος ο άνθρωπος ευθύνεται για ό,τι του συμβαίνει, καλό ή κακό.
Α) ΑΝ επιλέξει να πράξει το ΚΑΛΟ (ΑΓΑΘΟ):
α. Ευσεβής προς Θεούς ⇒ΕΥΝΟΙΑ και ΒΟΗΘΕΙΑ από τους Θεούς.
β. Δίκαιος προς συνανθρώπους ⇒ΤΙΜΗ και ΥΣΤΕΡΟΦΗΜΙΑ.
Συμπέρασμα: Το ΚΑΛΟ γεννά ΚΑΛΟ.
Γιατί:
Μερικό δίδαγμα: Πρέπει να επιλέγουμε να κάνουμε ΠΑΝΤΑ το ΚΑΛΟ.
Β) ΑΝ επιλέξει να πράξει το ΚΑΚΟ (ΥΒΡΗ):
α. Ασεβής προς Θεούς ⇒Νέμεση ⇒Τίση (Τιμωρία)⇒ΘΕΟΔΙΚΙΑ.
β. Άδικος προς συνανθρώπους ⇒Εκδίκηση ⇒ΑΝΘΡΩΠΟΔΙΚΙΑ.
Συμπέρασμα: Το ΚΑΚΟ γεννά ΚΑΚΟ.
Γιατί:
ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:
ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΔΑΓΜΑ: ΑΞΙΖΕΙ και “ΣΥΜΦΕΡΕΙ” να πράττουμε ΠΑΝΤΑ το ΚΑΛΟ.
νήπιοι και μωροί, που πήγαν κι έφαγαν τα βόδια
του υπέρλαμπρου Ήλιου. κι αυτός τους άρπαξε του γυρισμού τη μέρα.»
(μετάφραση Δημ. Μαρωνίτη, «Οδύσσεια», ραψωδία α, στίχ. 7-11)
γῆμ’ ἄλοχον μνηστήν, τὸν δ’ ἔκτανε νοστήσαντα,
εἰδὼς αἰπὺν ὄλεθρον. ἐπεὶ πρό οἱ εἴπομεν ἡμεῖς,
πέμψαντες, ἐύσκοπον Ἀργειφόντην,
μήτ’ αὐτὸν κτείνειν μήτε μνάασθαι ἄκοιτιν.
ἐκ γὰρ Ὀρέσταο τίσις ἔσσεται Ἀτρείδαο,
ὁππότ’ ἄν ἡβήσῃ τε καὶ ἧς ἱμείρεται αἴης.
Ὡς ἔφαθ’ Ἑρμείας, ἀλλ’ οὐ φρένας Αἰγίσθοιο
πεῖθ’ ἀγαθὰ φρονέων. νῦν δ’ ἀθρόα πάντ’ ἀπέτισεν.»
Τὸν δ’ ἠμείβετ’ ἔπειτα θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη.
ΑΘΗΝΑ: «Ὦ πάτερ ἡμέτερε Κρονίδη, ὕπατε κρειόντων,
καὶ λίην κεῖνός γε ἐοικότι κεῖται ὀλέθρῳ.
ὡς ἀπόλοιτο καὶ ἄλλος, ὅτις τοιαῦτά γε ῥέζοι.»
(Ὁμήρου «Ὀδύσσεια», ραψωδία α, στίχοι 35-47)
γνωρίζοντας τι τιμωρία σκληρή τον περιμένει.
σε συζυγικό κρεβάτι. αλλιώς θα πέσει στο κεφάλι του η εκδίκηση
του γιου για τον πατέρα, όταν ο Ορέστης, παλικάρι πια,
θελήσει να γυρίσει στην πατρίδα.
Τώρα, ακέριο και μεμιάς, τ’ άνομο κρίμα του ξεπλήρωσε.»
Αμέσως ανταπάντησε, τα μάτια λάμποντας, η γαλανή Αθηνά:
την ίδια μοίρα να ’χει κι όποιος ανάλογα κριματιστεί.”
(μετάφραση Δ. Μαρωνίτη, «Οδύσσεια», ραψωδία α, στίχ. 40-55)
β) Μνηστηροφονία από τον Οδυσσέα και το γιο του Τηλέμαχο (ραψ. χ).
ΟΜΗΡΟΥ “ΟΔΥΣΣΕΙΑ” ( 12.110 στίχοι – 40 ημέρες )
Η διαίρεση της “Ιλιάδας” και της “Οδύσσειας” σε 24 ραψωδίες — όσες και τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου — έγινε πιθανότατα από το Ζηνόδοτο (γενν. το 325 π.Χ.), πρώτο διευθυντή της ονομαστής Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου.
ΕΝΟΤΗΤΕΣ (3)
1η ΕΝΟΤΗΤΑ: “Τηλεμάχεια” (ραψωδίες α – δ)
α: “Προοίμιο. Θεών αγορά. Αθηνάς παραίνεσις προς Τηλέμαχον. Μνηστήρων ευωχία.”
β: “Ιθακησίων εκκλησία και Τηλεμάχου αποδημία.”
γ: “Τα εν Πύλω.”
δ: “Τα εν Λακεδαίμονι.”
2η ΕΝΟΤΗΤΑ: “Φαιακίδα - Οδυσσέως Περιπλανήσεις” (ραψωδίες ε – ν, στίχ. 209)
ε: “Οδυσσέως σχεδία.”
ζ: “Οδυσσέως άφιξις εις Φαίακας.”
η: “Οδυσσέως είσοδος προς Αλκίνουν.”
θ: “Οδυσσέως σύστασις προς Φαίακας.”
ι: “Αλκίνου απόλογοι. Κυκλώπεια.” [Κίκονες, Λωτοφάγοι, Κύκλωπας Πολύφημος]
κ: “Τα περί Αιόλου και Λαιστρυγόνων και Κίρκης.”
λ: “Νέκυια.” [= Νεκρική: Κάθοδος στον Άδη]
μ: “Σειρήνες, Σκύλλα, Χάρυβδις, βόες Ηλίου.”
3η ΕΝΟΤΗΤΑ: “Μνηστηροφονία – Εκδίκηση του Οδυσσέα” (ραψωδίες ν, 210 – ω)
ν: “Οδυσσέως απόπλους παρά Φαιάκων και άφιξις εις Ιθάκην.”
ξ: “Οδυσσέως προς Εύμαιον ομιλία.”
ο: “Τηλεμάχου προς Εύμαιον άφιξις.”
π: “Τηλεμάχου αναγνωρισμός Οδυσσέως.”
ρ: “Τηλεμάχου επάνοδος εις Ιθάκην.”
σ: “Οδυσσέως και Ίρου πυγμή.”
τ: “Οδυσσέως και Πηνελόπης ομιλία. Τα νίπτρα.”
υ: “Τα προ της μνηστηροφονίας.”
φ: “Τόξου θέσις.”
χ: “Μνηστηροφονία.”
ψ: “Οδυσσέως υπό Πηνελόπης αναγνωρισμός.”
ω: “Σπονδαί.”
ΟΜΗΡΟΥ “ΟΔΥΣΣΕΙΑ” – ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ( σελ. 9 – 10 )
Σελ. 9
+Γραμματεία = το σύνολο των γραπτών μνημείων ενός λαού σε μια ορισμένη περίοδο (αρχαία ελληνική, βυζαντινή, νεοελληνική γραμματεία) // λογοτεχνία.
+γραμματειακός (επίθ.) = ο σχετικός με τη γραμματεία, λογοτεχνικός.λογοτεχνία (η, ουσ.) = η τέχνη του λόγου, η καλλιέργεια του έντεχνου λόγου // το σύνολο των λογοτεχνημάτων ενός λαού ή μιας εποχής.
λογοτεχνικός (επίθ.) = σχετικός με τη λογοτεχνία και τους λογοτέχνες.
+εξοικειώνομαι (ρ.) = συνηθίζω σε κάτι.
+δυνατότητα (η, ουσ.) = το να μπορεί να γίνει κάτι, πιθανότητα.
+απόσπασμα (το) = κομμάτι που αποχωρίστηκε από ένα σύνολο, μέρος συνόλου // τμήμα, χωρίο.
+πολιτισμός (ο, ουσ.) = όλα τα υλικά δημιουργήματα (υλικός πολιτισμός–civilization) και τα πνευματικά δημιουργήματα (πνευματικός πολιτισμός–culture) ενός λαού (εθνικός πολιτισμός) ή της οικουμένης ολόκληρης (παγκόσμιος πολιτισμός) // πρόοδος, εξέλιξη // ήμερα ήθη.
+αφηγούμαι (ρ.) = διηγούμαι, εξιστορώ (αφηγητής, αφηγήτρια, αφήγημα). +αφήγηση (η, ουσ.) = διήγηση, εξιστόρηση.
+αφηγηματικός (επίθ.) = διηγηματικός // ικανός να διηγείται.
+αναδιήγηση (η, ουσ.) = επανάληψη μιας αφήγησης // προφορική απόδοση του νοήματος ενός κειμένου, που το διαβάσαμε ή το ακούσαμε.
Σελ. 10
+σχόλιο (το, ουσ.) = ερμηνεία χωρίου κειμένου // μτφ. περιγραφή // έκφραση γνώμης για κάτι // κακολογία.
υποσελίδια σχόλια = ερμηνευτικές σημειώσεις κάτω από το κείμενο, στο κάτω μέρος της σελίδας.
+συνθέτω / αρχ. συντίθημι (ρ.) = συνενώνω, συγκροτώ, συναρμολογώ // δημιουργώ, φτιάχνω // γράφω λογοτεχνικό ή μουσικό έργο // στοιχειοθετώ.
+σύνθεση (η, ουσ.) = αρμονική συνένωση των μερών ενός συνόλου // ένωση δύο λέξεων και σχηματισμός μιας σύνθετης λέξης // έκθεση ιδεών // λογοτεχνικό ή μουσικό έργο // στοιχειοθεσία εντύπου // χημ. παραγωγή νέου σώματος από την ένωση άλλων // λογικός τρόπος συλλογισμού, κατά τον οποίο από τα ειδικά προχωρούμε στα γενικά.
συνθέτης/συνθέτρια ή συνθέτις = δημιουργός // αυτός που συνθέτει μουσικά συνήθως έργα, μουσουργός.
+συνθετικός (επίθ.) = αυτός που αναφέρεται στη σύνθεση, ο παραγωγικός // αυτός που γίνεται με σύνθεση.
δημιουργικός (επίθ.) = γόνιμος, παραγωγικός.
έμμεσος (επίθ.) = ο όχι απευθείας γενόμενος, πλάγιος (≠ άμεσος).
αξιοποιώ (ρ.) = κάνω κάτι να έχει αξία // εκμεταλλεύομαι κάτι θετικά, προς όφελός μου.
+παράρτημα (το, ουσ.) = συμπληρωματική προσθήκη σε κάτι (εδώ: στο σχολικό βιβλίο) // καθετί που είναι συμπληρωματικό εξάρτημα κοντά σε ένα κύριο πράγμα // έκτακτη έκδοση εφημερίδας με μια σπουδαία είδηση.
μελετητής (ο, ουσ.) = μεθοδικός, επιστημονικός, ερευνητής.
σχεδιάγραμμα (το, ουσ.) = πρόχειρο σχέδιο, παράσταση σε χαρτί, σκίτσο.
+ταξινομούμαι (ρ.) = κατατάσσομαι, τοποθετούμαι με τάξη, καταχωρίζομαι, τακτοποιούμαι.
κατηγορία (η, ουσ.) = τμήμα, μέρος ομοειδούς συνόλου // ενοχοποίηση.
όρος (ο, ουσ.) = ονομασία εννοιών ή πραγμάτων στις επιστήμες και τις τέχνες (π.χ. ιατρικός όρος, φιλοσοφικός όρος, τεχνικός όρος κ.ά.).
+παραπομπή (η, ουσ.) = σημείωση, όπου αναφέρεται η προέλευση περικοπών ενός κειμένου // επεξηγηματική ή συμπληρωματική σημείωση κειμένου // αποστολή // μεταβίβαση.
κατανόηση (η, ουσ.) = σαφής και ολοκληρωμένη αντίληψη, βαθιά γνώση.
εποπτικός (επίθ.) = αυτός που αναφέρεται στην εποπτεία, στην παρατήρηση των πραγμάτων και στην κατ’ αίσθησιν αντίληψη.
παράλληλα κείμενα: πεζά ή ποιητικά κείμενα διαφόρων εποχών, τα οποία παρουσιάζουν πολλές ή λίγες αντιστοιχίες ή αναλογίες ή και ομοιότητες με ένα άλλο κείμενο ή που έχουν επηρεαστεί από αυτό το κείμενο ή περιέχουν ερμηνευτικά σχόλια ή πληροφορίες γι’ αυτό το κείμενο.
+αντιστοιχία (η, ουσ.) = συμμετρική τοποθέτηση // συμμετρία // αναλογία.
+αναλογία (η, ουσ.) = εξωτερική ομοιότητα // συμμετρία, αρμονική διάταξη.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ( σελ. 11 – 26 )
+απεικόνιση (η, ουσ.) = παράσταση ενός πράγματος με εικόνα // ακριβής περιγραφή.
τετράδραχμο (το, ουσ.) = αρχαίο νόμισμα, που αντιστοιχούσε με 4 δραχμές.
εισαγωγή (η, ουσ.) = προοίμιο, πρόλογος.
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΣΤΑ ΟΜΗΡΙΚΑ ΕΠΗ (12 – 21)
1. 1. Η ΕΠΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ( σελ. 12 – 14 )Σελ. 12
+έπος (το, ουσ.) = λόγος // πολύστιχο αφηγηματικό ποίημα σε δακτυλικό εξάμετρο // ηρωικό κατόρθωμα.
Είδη επικής ποίησης (4):
+1. ηρωικό έπος = πολύστιχο αφηγηματικό ποίημα σε δακτυλικό εξάμετρο, που εξυμνεί τα ηρωικά κατορθώματα των ηρώων και των θεών, “ἔργα ἀνδρῶν τε θεῶν τε” (π.χ. Ομήρου“Ιλιάδα”).
+2. διδακτικό έπος = μεγάλο αφηγηματικό ποίημα, που έχει διδακτικό περιεχόμενο. (Κυριότερος εκπρόσωπος του διδακτικού έπους ήταν ο Ησίοδος, με το έργο του “Έργα και Ημέρες”).
+3. θρησκευτικό - φιλοσοφικό έπος = μεγάλο ποίημα με περιεχόμενο θρησκευτικό ή φιλοσοφικό (π.χ. η “Θεογονία” του Ησίοδου είναι θρησκευτικό έπος).
+4. παρωδιακό έπος = μεγάλο αφηγηματικό ποίημα, που διακωμωδεί, σατιρίζει γεγονότα ή πρόσωπα (π.χ. Ομήρου “Βατραχομυομαχία”, έργο που παρωδεί τον τρωικό πόλεμο).
+επικός (επίθ.) = σχετικός με τα έπη και τους επικούς ποιητές // άξιος να υμνηθεί με έπος // μτφ. ηρωικός.
ειδικός (επίθ.) = ειδικευμένος σε κάτι // σχετικός με ένα είδος.
δάκτυλος (ο) = ποιητικό μέτρο της αρχαίας ελληνικής μετρικής, που αποτελείται από 1 μακρόχρονη συλλαβή και 2 βραχύχρονες (― ⋃ ⋃) ή 2 συλλαβές μακρόχρονες (― ―).
+δακτυλικό εξάμετρο: ― ⋃ ⋃ ― ⋃ ⋃ ― ⋃ ⋃ ― ⋃ ⋃ ― ⋃ ⋃ ― ―
1 2 3 4 5 6
+μύθος (ο, ουσ.) = υπόθεση λογοτεχνικού έργου (π.χ. μύθος της Οδύσσειας) // πλαστή ιστορία // μυθική παράδοση.
μυθικός (επίθ.) = σχετικός με τους μύθους // φανταστικός, πλαστός // αλογάριαστος // εξαιρετικός.
μυθολογία (η, ουσ.) = παραδόσεις ενός λαού σχετικά με τους θεούς και τους ήρωές του // κλάδος της φιλολογίας, που εξετάζει τους μύθους.
μυθολογικός (επίθ.) = σχετικός με τη μυθολογία.
+ελλαδικός (επίθ.) = σχετικός με την Ελλάδα // ελληνικός.
τραγουδοποιός (ο, ουσ.) = αυτός που συνθέτει τραγούδια, αοιδός.
+αοιδός (ο, ουσ.) = δημιουργός και τραγουδιστής επών, τραγουδοποιός // τραγουδιστής // ποιητής.
ἄδω > ἀείδω = τραγουδώ.
αυτοσχεδιάζω (ρ.) = κάνω κάτι χωρίς προσχέδιο // δημιουργώ κάτι μόνος μου.
μορφή (η, ουσ.) = είδος, εξωτερική εμφάνιση, φόρμα, τύπος, σχήμα.
ανάπτυξη (η, ουσ.) = άπλωμα, ξετύλιγμα, εξάπλωση // μεγάλωμα // εξήγηση, ερμηνεία.
μυκηναϊκά κέντρα: Μυκήνες, Σπάρτη, Ιθάκη, Πύλος, Φθία κ.ά.
μυκηναϊκή εποχή: 1.600 – 1.100 π.Χ.
γεωμετρική εποχή: 1.100 – 700 π.Χ.
+ακμή (η, ουσ.) = κόψη αιχμηρού αντικειμένου // μτφ. άνθηση, ανάπτυξη ( ≠ παρακμή ).
+ακμάζω (ρ., από τη λ. ακμή) = βρίσκομαι σε ακμή // ευπορώ // αναπτύσσομαι // μτφ. ανθίζω.
+παρακμή (η, ουσ.) = ξεπεσμός, κατάπτωση ( ≠ ακμή ).
+παρακμάζω (ρ., από τη λ. παρακμή) = χάνω την ακμή μου // ξεπέφτω // γερνώ // μαραίνομαι.
+μεταναστεύω (ρ.) = αποδημώ, ξενιτεύομαι, μισεύω // εγκαταλείπω τον τόπο μου και μεταβαίνω σε άλλο.
+αποικία (η, ουσ.) = πόλη που χτίστηκε σε ξένο τόπο από κατοίκους μιας πόλης, η οποία ονομάζεται μητρόπολη.
+αποικίζω (ρ.) = στέλνω κατοίκους σε έναν τόπο, για ίδρυση αποικίας // ιδρύω αποικία.
+αποικισμός (ο, ουσ.) = αποστολή από μία πόλη (μητρόπολη) και ίδρυση αποικίας.
άποικος (ο, ουσ.) = μετανάστης που ιδρύει αποικία // ο εγκατεστημένος σε μία αποικία.
+νόστος (ο, ουσ.) = επιστροφή ξενιτεμένου στην πατρίδα, επαναπατρισμός // ταξίδι γυρισμού.
+νόστιμος (επίθ.) = σχετικός με το νόστο, με την επιστροφή ξενιτεμένου στην πατρίδα του // μτφ. ευχάριστος στη γεύση // ωραίος (“νόστιμον ἡμαρ” = η γλυκιά μέρα του γυρισμού).
+νοσταλγός (ο, ουσ., νόστος+άλγος=πόνος) = αυτός που λαχταρά να επιστρέψει στην πατρίδα // αυτός που θυμάται παλιές ευχάριστες αναμνήσεις από το παρελθόν κι επιθυμεί να τις ξαναζήσει.
+νοσταλγώ (ρ., από λ. νοσταλγός) = πονώ, γιατί βρίσκομαι μακριά από την πατρίδα, και λαχταρώ να γυρίσω.
+νοσταλγία (η, ουσ., από λ. νοσταλγός) = λαχτάρα, σφοδρή επιθυμία ξενιτεμένου για επιστροφή στην πατρίδα // ανάμνηση παλιών ευχάριστων γεγονότων.
περιπέτεια (η, ουσ.) = απρόοπτο γεγονός με κινδύνους // ατύχημα, συμφορά.
κυριαρχία (η, ουσ.) = εξουσία, απόλυτη κυριότητα.
ανθίζω (ρ.) = βγάζω άνθη // μτφ. ακμάζω.
περιεχόμενο (το, μτχ.ουσιαστικοποιημένη) = ό,τι περιέχεται κάπου.
κατόρθωμα (το, ουσ.) = εξαιρετική επιτυχία, άθλος, ανδραγάθημα.
Σελ. 13
+παρελθόν (το, ουσιαστικοποιημένη μτχ. ρ. παρέρχομαι = περνώ) = ο χρόνος που πέρασε // η προηγούμενη ζωή.
3 χρονικές βαθμίδες:
α) Παρελθόν (“Χθες”)
β) Παρόν (“Σήμερα”)
γ) Μέλλον (“Αύριο”).
πλάθω (ρ.) = δίνω μορφή σε κάτι, σχηματίζω, διαμορφώνω, δημιουργώ // ζυμώνω (πλάστης, πλαστική).
+συνδυάζω (ρ.) = συνταιριάζω, συνενώνω // τακτοποιώ αρμονικά // βάζω ανά δύο // παραβάλλω.
+δράω > δρω (ρ.) = ενεργώ αποτελεσματικά, ενεργώ δραστήρια (δράση, δραστικός, δραστήριος).
+δράση (η, ουσ.) = ενέργεια, πράξη, κίνηση // επίδραση // μτφ. πλοκή λογοτεχνικού έργου // σύνολο ενεργειών προσώπου σε έναν τομέα.
+αγώνας (ο, ουσ.) = έντονη προσπάθεια για κατανίκηση ενός αντιπάλου ή λύση ενός προβλήματος // μάχη, πόλεμος // αγωνία // αθλητική αναμέτρηση // βιοπάλη.
συμμετέχω (ρ.) = παίρνω μέρος σε κάτι μαζί με άλλους // συμμερίζομαι.
ορίζομαι (ρ.) = προσδιορίζομαι, καθορίζομαι.
θέμα (το, ουσ.) = υπόθεση, μύθος έργου // ζήτημα.
ρυθμός (ο, ουσ.) = εναλλαγή φθόγγων ή ήχων ή κινήσεων με τάξη // αρμονία.
+εναλλαγή (η.) = διαδοχική αλλαγή.
+γνώρισμα (το, ουσ.) = ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, διακριτικό σημάδι.
+ιδανικός (επίθ.) = ιδεώδης, τέλειος, εξαιρετικός // αυτός που υπάρχει σαν ιδέα μόνο, ιδεατός.
+ιδανικά (τα) = ηθικές αξίες // υψηλοί στόχοι.
εκφράζω (ρ.) = διατυπώνω με λόγια κάτι // εκδηλώνω, φανερώνω.
+αντίληψη (η, ουσ.) = γνώση που στηρίζεται στις αισθήσεις // κατανόηση // μτφ. γνώμη.
+συναίσθημα (το, ουσ.) = ψυχική κατάσταση ευχάριστη (π.χ. χαρά, αγαλλίαση) ή δυσάρεστη (π.χ. λύπη).
συλλογικός (επίθ.) = ομαδικός.
δημοτικά τραγούδια: ανώνυμα ποιητικά δημιουργήματα του λαού, που τραγουδιούνται και χορεύονται.
θεωρούμαι (ρ.) = γίνομαι αντικείμενο εξέτασης και κρίσης, εξετάζομαι // νομίζομαι.
επώνυμος (επίθ.) = αυτός που αναφέρεται με το όνομά του, ο μη ανώνυμος // ονομαστός, διάσημος.
κάποιος θεός: η μούσα Καλλιόπη, κόρη Δία και Μνημοσύνης, προστάτιδα ηρωικής επικής ποίησης.
+εμπνέω (ρ.) = φυσώ μέσα // μτφ. βάζω σε κάποιον, συντελώ ώστε να γεννηθεί στη φαντασία κάποιου, μια εξαιρετική ιδέα ή γνώμη ή συναίσθημα // παρακινώ // φωτίζω.
+έμπνευση (η, ουσ.) = ξαφνική σύλληψη ιδέας // παρόρμηση.
+ενδιαφέρον (το, ουσιαστικοποιημένη μτχ. του ρ. ενδιαφέρομαι) = φροντίδα για κάτι // ό,τι προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση // εξαιρετική προσοχή.
+αθάνατος (επίθ.) = απέθαντος, αιώνιος // αλησμόνητος // άφθαρτος // ένδοξος (≠ θνητός).
+θνητός (επίθ.) = αυτός που πεθαίνει // φθαρτός. (≠ αθάνατος).
+διάλεκτος (η, ουσ.) = τοπικό γλωσσικό ιδίωμα, ντοπιολαλιά.
διάλεκτοι ελληνικής γλώσσας: ιωνική (Ίωνες), αιολική (Αιολείς), δωρική (Δωριείς) κ.ά.
κατανοητός (επίθ.) = αυτός που τον καταλαβαίνουμε (≠ ακατανόητος).
+απαγγέλλω (ρ.) = εκφωνώ ή διαβάζω με ρυθμό ένα ποίημα ή ένα πεζό.
συνοδεία (η, ουσ.) = συντρόφεμα // εδώ: μουσική υπόκρουση.
φόρμιγγα (η, ουσ.) = έγχορδο μουσικό όργανο σαν άρπα ή λύρα ή τετράχορδη κιθάρα.
+συμπόσιο (το, ουσ.) = πλούσια συνεστίαση πολλών ανθρώπων, ευωχία, φαγοπότι, τσιμπούσι.
+αγορά / σύνοδος / συνέλευση (η, ουσ.) = επίσημη συγκέντρωση λαού, συμβούλιο, σύσκεψη.
+αφορμή (η, ουσ.) = πρόφαση, ψεύτικη δικαιολογία.
+αιτία (η, ουσ.) = ο πραγματικός λόγος που προκαλεί ένα γεγονός ή ένα φαινόμενο.
εκτεταμένος (παθητική μετοχή ρ. εκτείνομαι) = αυτός που έχει μεγάλη έκταση // πολύστιχος.
+ταλέντο (το, ουσ.) = εξαιρετικό χάρισμα, έμφυτη ικανότητα.
κατέχω (ρ.) = γνωρίζω καλά // έχω στην εξουσία μου.
ειδική τεχνική: ειδική μέθοδος και κανόνες απομνημόνευσης.
έγχορδα μουσικά όργανα: μουσικά όργανα με χορδές.
+μελανόμορφος ρυθμός: τεχνοτροπία της αγγειογραφίας, που παριστάνει τις μορφές μαύρες πάνω σε φόντο κόκκινο του πηλού, ενώ οι λεπτομέρειες αποδίδονται με χάραγμα και με βοηθητικά χρώματα το άσπρο και το βυσσινί.
+ερυθρόμορφος ρυθμός: τεχνοτροπία της αγγειογραφίας, που παριστάνει τις μορφές με το κόκκινο χρώμα του πηλού πάνω σε μαύρο στιλπνό φόντο.
+οινοχόη (η, ουσ., οἶνος+χέω = χύνω) = αρχαίο αγγείο, με το οποίο έχυναν κρασί στα ποτήρια (ο οινοχόος).
αρχαιολογικός (επίθ.) = ο σχετικός με την Αρχαιολογία, επιστήμη που μελετά τα αρχαία μνημεία.
μουσείο (το, ουσ.) = οικοδόμημα, όπου φυλάγονται έργα τέχνης (αρχαιολογικό, επιγραφικό, νομισματικό).
+φύλο (το, ουσ.) = γένος ανθρώπου ή ζώου, αρσενικό ή θηλυκό // φυλή.
Ελληνικά φύλα (4):
1. Αιολείς (Αίολος)
2. Αχαιοί (Αχαιός)
3. Ίωνες (Ίων)
4. Δωριείς (Δώρος).
δείγμα (το, ουσ.) = απόδειξη, τεκμήριο // μικρή ποσότητα εμπορεύματος, που δίνεται για δοκιμή.
αγγείο (το, ουσ.) = δοχείο για υγρά ή στερεά.
λεζάντα (η, ουσ.) = σύντομη επεξήγηση, που γράφεται κάτω από εικόνα ή φωτογραφία // επιγραφή εικόνας.
Σελ. 14
+αυτούσιος (επίθ.) = ακέραιος, αμετάβλητος.
+διεξάγομαι (ρ.) = γίνομαι, εκτελούμαι.
+διάταξη (η, ουσ.) = τακτοποίηση // διαταγή // όρος // παράταξη με ορισμένη σειρά.
αξιοποιώ (ρ.) = κάνω κάτι να αξίζει // εκμεταλλεύομαι θετικά.
+συντεχνία (η, ουσ.) = οργανωμένο σωματείο ανθρώπων που ασκούν το ίδιο επάγγελμα, συνδικάτο.
+απομνημονεύω (ρ.) = μαθαίνω κάτι απ’ έξω, αποστηθίζω.
+ανασυνθέτω (ρ.) = ξαναφτιάχνω, ξαναδημιουργώ.
δημιουργικά (επίρρ.) = γόνιμα, παραγωγικά, με δημιουργικότητα.
1. 2. Ο ΕΠΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ( σελ. 14 – 15 )
επικός κύκλος: ομάδα επών, που έχουν άμεση ή έμμεση θεματική σχέση και, τοποθετημένα το ένα μετά το άλλο σε συνέχεια, δίνουν έναν ολόκληρο μύθο (π.χ. τον τρωικό μύθο).
προηγούμαι (ρ.) = προπορεύομαι // προϋπάρχω.
+συστηματοποιώ (ρ.) = κατατάσσω ή οργανώνω μεθοδικά, με σύστημα.
+γενεαλογία / γενεαλογικό δένδρο: η διαδοχική σειρά των προγόνων (ανιόντες συγγενείς) και των απογόνων (κατιόντες συγγενείς) μιας οικογένειας, όπου οι πρόγονοι παρομοιάζονται με τις ρίζες ενός δένδρου και οι απόγονοι με τα κλαδιά.
ελληνισμός (ο, ουσ.) = το σύνολο των Ελλήνων.
φυλετικός (επίθ.) = ο σχετικός με τις φυλές // εθνικός.
+απηχώ (ρ.) = αντιλαλώ // μεταφέρω γνώμες άλλου // προκαλώ εντύπωση.
τίτλος (ο, ουσ.) = σύντομη επικεφαλίδα // επιγραφή // ονομασία βιβλίου.
αργοναυτική εκστρατεία: εκστρατεία του Ιάσονα, γιου του Αίσωνα, και των συντρόφων του με το πλοίο Αργώ από την Ιωλκό στην Κολχίδα, για να πάρουν το χρυσόμαλλο δέρας.
Θήβα: πόλη της Βοιωτίας, που είχε γενάρχη τον αδελφό της Ευρώπης Κάδμο και κατοπινούς βασιλιάδες το Λάϊο, τον Οιδίποδα και τον Κρέοντα, πρωταγωνιστές οικογενειακών δραμάτων.
“Θηβαϊκός κύκλος”: “Οιδιπόδεια”, “Θηβαΐς”, “Επίγονοι”.
παράδοση (η, ουσ.) = πολιτιστική κληρονομιά ενός λαού, ό,τι μεταδίδεται προφορικά από γενιά σε γενιά.
συναποτελώ (ρ.) = είμαι μέλος ενός συνόλου, απαρτίζω.
+ευρύτερος (επίθ.) = πλατύτερος // μεγαλύτερος.
+χρονογραφικός (επίθ.) = χρονολογικός // σχετικός με τη χρονογραφία.
+χάσμα (το, ουσ.) = κενό // διακοπή συνέχειας // ρήγμα γης // μτφ. ασυμφωνία.
+γεγονός (το, ουσ.) = συμβάν, περιστατικό // πραγματικότητα.
Ουρανός + Γη: Το μυθικό θείο ζεύγος, οι πρώτοι γεννήτορες θεών και ανθρώπων, κατά την ελληνική Μυθολογία. Τον Ουρανό ακρωτηρίασε ο γιος του Κρόνος, κόβοντάς του τα γεννητικά του όργανα, και του πήρε την εξουσία, με τη συναίνεση της Γης.
“Κύκλια έπη”: Επικά έργα που συναποτελούν έναν ευρύτερο επικό κύκλο, ο οποίος αφηγούνταν σε χρονογραφική σειρά τα μυθικά γεγονότα από την ένωση του Ουρανού και της Γης, μέχρι το θάνατο του Οδυσσέα:
- “Τιτανομαχία”
- “Οιδιπόδεια”
- “Θηβαΐς”
- “Επίγονοι”
- “Κύπρια έπη”
- “Ιλιάς”
- “Αιθιοπίς”
- “Μικρά Ιλιάς”
- “Ιλίου πέρσις”
- “Νόστοι”
- “Οδύσσεια”
- “Τηλεγονία”
“Τιτανομαχία”: Έπος που αναφερόταν στη γενεαλογία και στους πολέμους των θεών, για επικράτηση. Ο Κρόνος άρπαξε την εξουσία από τον πατέρα του Ουρανό, ακρωτηριάζοντάς τον. Ο γιος του Κρόνου, ο Δίας, πήρε την εξουσία, αφού νίκησε τον Τιτάνα πατέρα του Κρόνο στην Τιτανομαχία, δηλαδή τον πόλεμο του Δία, των αδελφών και παιδιών του με τους Τιτάνες και τις Τιτανίδες, αδελφούς και αδελφές του Κρόνου.
συμβαίνω (ρ.) = γίνομαι κατά σύμπτωση.
+εκστρατεία (η, ουσ.) = έξοδος στρατού από μια χώρα για πόλεμο // μτφ. εντατική προσπάθεια για την επιτυχία κοινωφελούς έργου (γαλλ. καμπάνια).
Τροία / Ίλιον: αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, πρωτεύουσα της Τρωάδας, έδρα του βασιλιά Πρίαμου, συζύγου της Εκάβης και πατέρα του Πάρη, του Έκτορα, της Κασσάνδρας. Η ακρόπολή της λεγόταν Ίλιον, από το όνομα του Ίλου, παππού του Πρίαμου.
Σελ. 15
Μυρμιδόνες: αρχαίος λαός της Θεσσαλίας, που κατοικούσε στη Φθία, στο βασίλειο του Αχιλλέα.
Αχιλλεύς: Ημίθεος, γιος της Νηρηίδας Θέτιδας και του βασιλιά της Φθίας Πηλέα, ο γενναιότερος και ωραιότερος ήρωας του Τρωικού πολέμου, που τον σκότωσε ο Πάρης. Γιος του ο Νεοπτόλεμος.
+διαδραματίζομαι (ρ.) = γίνομαι, συμβαίνω.
πέρσις (η, ουσ.) = άλωση, κυρίευση.
+άλωση (η, ουσ.) = κατάληψη πόλης ή φρουρίου με πόλεμο, κυρίευση, κατάκτηση, εκπόρθηση, πέρσις.
Τρωικός πόλεμος: 10χρονη πολιορκία της Τροίας απ’ τους Αχαιούς, που έληξε με άλωση της Τροίας.
“Τρωικός κύκλος”: σειρά επών, που τοποθετημένα το ένα μετά το άλλο, έδιναν ολόκληρο τον τρωικό μύθο. Αυτά ήταν: 1. “Κύπρια έπη”, 2. “Ιλιάς”, 3. “Αιθιοπίς”, 4. “Μικρά Ιλιάς”, 5. “Ιλίου πέρσις”, 6. “Νόστοι”, 7. “Οδύσσεια”, 8. “Τηλεγονία”.
“Κύπρια έπη”: Τα πρώτα έπη του τρωικού κύκλου, που έδιναν τις αφορμές του Τρωικού πολέμου και περιέγραφαν τα γεγονότα που συνέβησαν τους πρώτους χρόνους της εκστρατείας των Αχαιών εναντίον της Τροίας.
“Ιλιάς”: Ηρωικό έπος του τρωικού κύκλου, το αρχαιότερο σωζόμενο λογοτεχνικό έργο της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, που αφηγείται ένα επεισόδιο του δέκατου χρόνου του Τρωικού πολέμου (“μήνις” Αχιλλέως και συνέπειες, μέχρι το σκοτωμό του Έκτορα από τον Αχιλλέα και την ταφή του).
“Αιθιοπίς”: Έπος του τρωικού κύκλου, που εξυμνούσε τα τελευταία κατορθώματα και το θάνατο του Αχαιού ημίθεου ήρωα Αχιλλέα, βασιλιά των Μυρμιδόνων και φίλου του Πάτροκλου.
“Μικρά Ιλιάς”: Έπος του τρωικού κύκλου, που αφηγούνταν μάλλον τα γεγονότα μετά το θάνατο του Αχιλλέα στην Τροία.
“Ιλίου πέρσις”: Έπος του τρωικού κύκλου, που περιγράφει την άλωση της Τροίας από τους Αχαιούς.
“Νόστοι”: Έπη του τρωικού κύκλου, που μιλούσαν για την επιστροφή των ηρώων στην πατρίδα τους και τη μοίρα του καθενός.
“Οδύσσεια”: Έπος του τρωικού κύκλου, που περιγράφει το νόστο του Οδυσσέα μετά το τέλος του Τρωικού πολέμου, δηλ. το περιπετειώδες 10χρονο ταξίδι του γυρισμού του στην πατρίδα του Ιθάκη, (ραψ. α – ν, στίχ. 209) και τη μνηστηροφονία, δηλ. την εκδίκηση που πήρε ο Οδυσσέας, σκοτώνοντας τους μνηστήρες-διεκδικητές της Πηνελόπης και της βασιλικής εξουσίας του (ραψ. ν, στίχ. 210 - ω).
“Τηλεγονία”: Έπος του τρωικού κύκλου, που αφηγούνταν τη ζωή και τις περιπέτειες του Οδυσσέα μετά την επιστροφή του στην Ιθάκη, μέχρι το θάνατό του από το χέρι του γιου του Τηλέγονου, που απέκτησε από την Κίρκη. Ακόμη, μιλούσε για την τύχη της συζύγου του Πηνελόπης και των δύο γιων του, του Τηλέμαχου και του Τηλέγονου, μετά το θάνατο του Οδυσσέα.
+μοίρα (η, ουσ.) = ριζικό, γραφτό, πεπρωμένο, τύχη, αίσα, ειμαρμένη // μεράδι, μέρος ενός όλου // κλήρος.
+Μοίρες: Κλωθώ, Λάχεσις και Άτροπος. Τρεις θεότητες, ανώτερες από θεούς και ανθρώπους, οι οποίες όριζαν το πεπρωμένο κάθε ανθρώπου από τη γέννησή του. Η Κλωθώ έκλωθε το νήμα της ζωής του, η Λάχεσις έλεγε τι θα του λάχει στη ζωή του, τι τύχη θα έχει, και η Άτροπος έκοβε με ένα ψαλίδι το νήμα της ζωής, ορίζοντας πότε θα πεθάνει.
+πραγματεύομαι (ρ.) = ασχολούμαι με ένα σοβαρό θέμα, αναπτύσσω ένα θέμα με προσοχή.
Κίρκη (η) = Μυθική μάγισσα των αρχαίων Ελλήνων, αδελφή του Αιήτη και θεία της Μήδειας, που κατοικούσε στο νησί Αιαία και μεταμόρφωσε τους συντρόφους του Οδυσσέα σε χοίρους και τους ξαναέκανε ανθρώπους. Στο νησί της έμειναν ένα χρόνο και με συμβουλή της κατέβηκαν στον Άδη για να πάρουν χρησμό από το μάντη Τειρεσία. Από τη σχέση της με τον Οδυσσέα γεννήθηκε γιος, ο Τηλέγονος, ο οποίος, όταν μεγάλωσε, αναζητώντας τον πατέρα του, έφτασε στην Ιθάκη και, μη γνωρίζοντας, σκότωσε σε συμπλοκή τον πατέρα του Οδυσσέα, ο οποίος κατέβηκε στην ακτή να τον πολεμήσει ως πειρατή. Μετά την ταφή του Οδυσσέα, ο Τηλέγονος πήρε μαζί την Πηνελόπη και τον Τηλέμαχο στο νησί Αιαία, όπου ο Τηλέμαχος παντρεύτηκε την Κίρκη και ο Τηλέγονος την Πηνελόπη (“Τηλεγονία”).
συμπεριλαμβάνω (ρ.) = περιλαμβάνω κάτι μαζί με άλλο, συμπερικλείω, συμπεριέχω.
άμεσος (επίθ.) = αυτός που γίνεται χωρίς μεσολάβηση άλλου // γρήγορος // αναγκαίος (≠ έμμεσος).
+θεματικός (επίθ.) = σχετικός με ένα θέμα.
σχέση (η, ουσ.) = αναλογία μεταξύ δύο ή περισσότερων // ομοιότητα // αναφορά // αλληλεξάρτηση // στενή γνωριμία // φιλικός δεσμός.
έννοια (η, ουσ. – εν+νους) = σκέψη // αντίληψη // σημασία, νόημα // έγνοια.
1. 3. ΤΑ ΟΜΗΡΙΚΑ ΕΠΗ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ( σελ. 16 )
Σελ. 16
+επεισόδιο (το, ουσ.) = απροσδόκητο γεγονός που ταράζει την ηρεμία // καυγάς, λογομαχία // περιπέτεια // ξεχωριστή λογοτεχνική σκηνή ή διήγηση.
αναμφίβολα (επίρρ.) = χωρίς αμφιβολία, χωρίς αντίρρηση, αναμφισβήτητα, σίγουρα.
εντυπωσιάζω (ρ.) = προκαλώ ζωηρή αίσθηση // κινώ το ενδιαφέρον.
περίτεχνος (επίθ.) = με πολλά στολίδια.
+πλοκή (η, ουσ.) = πλέξιμο // διάρθρωση των επεισοδίων ενός έργου, δράση σε διήγημα ή δράμα // περιστροφή.
+συντίθεμαι (ρ.) = συγκροτούμαι // δημιουργούμαι, γράφομαι.
+λήξη (η, ουσ.) = τέλος, τερματισμός, παύση, σταμάτημα.
+έθιμο (το, ουσ.) = παραδοσιακή συνήθεια της κοινωνικής ζωής // άγραφος κανόνας δικαίου.
+θεσμός (ο, ουσ.) = αυτό που ισχύει ως δίκαιο, νόμος // συνήθεια, έθιμο // ειδικός κοινωνικός ή πολιτικός οργανισμός αναγνωρισμένος από το νόμο // κοινωνική κατάσταση που δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις (π.χ. θεσμός οικογένειας) – θεσμοί (οι) = θεμελιακοί καταστατικοί νόμοι του κράτους.
υποτίθεται (ρ.) = εικάζεται, θεωρείται πιθανό.
κατανοώ (ρ.) = καταλαβαίνω πλήρως, αντιλαμβάνομαι κάτι πολύ καλά.
πληροφορία (η, ουσ.) = αγγελία, είδηση // γνώση για πρόσωπο ή πράγμα ή γεγονός.
1. 4. ΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ( σελ. 16 – 18 )
+ζήτημα (το, ουσ.) = αντικείμενο συζήτησης ή έρευνας // υπόθεση // θέμα, πρόβλημα για λύση // διένεξη.
ομηρικό ζήτημα: σειρά ερωτημάτων σχετικών με τον ποιητή Όμηρο και τα έργα του.
μελέτη (η, ουσ.) = συστηματική ενασχόληση με ένα θέμα // προσεκτικό διάβασμα // διατριβή.
αντικρουόμενες (μτχ.) = αντίθετες, διαφορετικές.
+άποψη (η, ουσ.) = γνώμη // θέα από μεγάλη απόσταση // τρόπος που αντιμετωπίζει κάποιος τα πράγματα.
πιθανότατα (επίρρ.) = ενδεχομένως, με πάρα πολλές δυνατότητες να γίνει κάτι.
+αποδίδω (ρ.) = δίνω πίσω κάτι που είχα πάρει // ανταποδίδω // μτφ. παράγω // δίνω κάτι σε κάποιον.
+ενιαίος (επίθ.) = αδιάσπαστος, συνεχής, ολόκληρος.
ΣΥΓΧΡΟΝΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ:
Η ΕΛΛΑΔΑ ΑΠΟ ΤΟ 1600 ΕΩΣ ΤΟ 500 π.Χ. (σ. 17)
Σελ. 17
+συγχρονικός (επίθ.) = ο σχετικός με γεγονότα που γίνονται την ίδια χρονική περίοδο.
εποχή του χαλκού (ή: εποχή των μετάλλων): 3.000 – 1.100 π.Χ. .
κάθοδος των Δωριέων: 1.100 π.Χ. .
αρχαϊκή εποχή: 700 – 500 / 479 π.Χ. .
άναξ (ο, ουσ.) = βασιλιάς --- άνασσα (η, ουσ.) = βασίλισσα.
ανάκτορο (το, ουσ.) = κατοικία του βασιλιά, παλάτι (ανακτορικός).
κατάρρευση (η, ουσ.) = γκρέμισμα, σώριασμα // κατάπτωση, παρακμή, χάσιμο δυνάμεων.
Λιλάντιο / Ληλάντιο πεδίο = πεδιάδα της Εύβοιας, ανάμεσα στη Χαλκίδα και την Ερέτρια (ποταμός Λίλας).
+αμφισβητώ (ρ.) = έχω αμφιβολίες για κάτι και διαφωνώ, έχω αντιρρήσεις.
+αμφισβήτηση (η, ουσ.) = αμφιβολία, αντίρρηση.
+πολίτευμα (το, ουσ.) = το πολιτειακό καθεστώς μιας χώρας, πολιτικό σύστημα διακυβέρνησης κράτους.
+βασιλεία (η, ουσ.) = μορφή μοναρχικού πολιτεύματος, με ανώτατο άρχοντα το βασιλιά.
+αριστοκρατία (η, ουσ.) = είδος ολιγαρχικού πολιτεύματος, κατά το οποίο την ανώτατη εξουσία έχουν οι ευγενείς (“οι άριστοι”).
+ολιγαρχία / τιμοκρατία (η, ουσ.) = είδος ολιγαρχικού πολιτεύματος, κατά το οποίο την ανώτατη εξουσία έχουν οι λίγοι δυνατοί του πλούτου // πλουτοκρατία.
+τυραννία / τυραννίδα (η, ουσ.) = μοναρχικό πολίτευμα, όπου την απόλυτη εξουσία έχει ο τύραννος // δικτατορία.
+δημοκρατία (η, ουσ.) = πολίτευμα, όπου κυβερνά ο λαός (δήμος), είτε άμεσα (άμεση δημοκρατία) είτε έμμεσα, με τους εκλεγμένους αντιπροσώπους του (έμμεση ή αντιπροσωπευτική δημοκρατία).
+νομοθέτης (ο, ουσ.) = αυτός που θεσπίζει νόμους (γράφει ή μεταρρυθμίζει) --- [νομοθετώ, νομοθεσία, νομοθέτημα, νομοθετικός].
+αμφικτυονία (η, ουσ.) = πολιτική και θρησκευτική ομοσπονδία πολλών πόλεων στην αρχαιότητα, με κέντρο ένα ιερό (π.χ. Δελφική αμφικτυονία).
Σελ. 18
ακρόπολη (η, ουσ.) = ψηλό και οχυρωμένο μέρος πόλης, φρούριο.
τείχος (το, ουσ.) = κτιστό υψηλό αμυντικό οχύρωμα μιας πόλης ή ενός εκτεταμένου χώρου.
θολωτός (επίθ.) = αυτός που σχηματίζει θόλο (καμάρα, τρούλο), τρουλωτός.
άρμα (το, ουσ.) = αρχαίο πολεμικό δίτροχο όχημα // τανκ, θωρακισμένο με πολυβόλα αυτοκίνητο.
ορειχάλκινος (επίθ.) = από το μέταλλο ορείχαλκος, κράμα χαλκού και κασσίτερου // μπρούντζινος.
βιοτεχνία (η, ουσ. – από λ. βιοτέχνης) = επεξεργασία πρώτων υλών και παραγωγή προϊόντων με τα χέρια ή με στοιχειώδη εργαλεία // εργαστήρι βιοτέχνη.
+ευτελής, ευτελής, ευτελές – ευτελέστερος, -η, -ο – ευτελέστατος, -η, -ο (επίθ.) =φτηνός, μικρής αξίας ποιοτικά κατώτερος // μτφ. μικροπρεπής, χυδαίος.
κτηνοτροφία (η, ουσ.) = εκτροφή και αναπαραγωγή ζώων και ζωικών προϊόντων // τομέας οικονομίας.
γεωργία (η, ουσ.) = καλλιέργεια της γης και παραγωγή γεωργικών προϊόντων // τομέας της οικονομίας.
αιώνας (ο, ουσ.) = χρονικό διάστημα 100 ετών.
νόμισμα (το, ουσ.) = καθιερωμένο μέσο συναλλαγής σε κάθε χώρα // χρήμα.
+κτερίσματα (τα, ουσ.) = τα ποικιλόμορφα αφιερώματα που τοποθετούσαν στον τάφο σαν δώρα για το νεκρό οι αρχαίοι λαοί.
+Γραμμική Β γραφή: αρχαία (περ. 1450-1200 π.Χ.) μινωική – μυκηναϊκή – ελληνική συλλαβογραφική γραφή, δηλ. με 87 συλλαβογράμματα, με σύμβολα που το καθένα απεικόνιζε μία συλλαβή. Αποκρυπτογραφήθηκε το 1952/ 1953 από το Μιχαήλ Βέντρις και τον Τζων Τσάντγουικ.
+τοιχογραφία (η, ουσ.) = ζωγραφιά σε τοίχο, τοιχογράφημα.
+αγγειογραφία (η, ουσ.) = ζωγραφική σε πήλινα αγγεία (αγγειογράφος / αγγειοπλάστης / αγγειοπλαστική).
+μικροτεχνία (η, ουσ.) = η καλλιτεχνία μικρών αντικειμένων, σφραγίδων, κοσμημάτων, ειδωλίων κ.ά. .
Δωδεκάθεο (το) = οι 12 θεοί του Ολύμπου: Δίας, Ποσειδών, Πλούτων, Ήρα, Δήμητρα, Εστία, Αθηνά, Ήφαιστος, Αφροδίτη, Άρης, Ερμής, Απόλλων, Άρτεμις.
+μαντείο (το, ουσ.) = ιερός ναός ή τόπος όπου δίνονταν χρησμοί, χρηστήριο.
+σχηματοποίηση (η, ουσ.) = απεικόνιση σχηματική // παράσταση αντικειμένου με κύριες γραμμές μόνο.
+Ολυμπιακοί Αγώνες: αθλητικοί αγώνες, που τελούνταν κάθε 4 χρόνια στην αρχαία Ολυμπία προς τιμήν του Δία (776 π.Χ. οι πρώτοι χρονολογημένοι Ολυμπιακοί Αγώνες, βάση χρονολόγησης των αρχαίων Ελλήνων).
+λυρική ποίηση: Είδος της μελωδικής ποίησης, που ακμάζει την αρχαϊκή κυρίως εποχή, εκφράζει συνήθως τα προσωπικά συναισθήματα του ποιητή, συνοδεύεται από διάφορα μουσικά όργανα και διακρίνεται σε ελεγειακή, ιαμβική, μελική και χορική (Τυρταίος, Αρχίλοχος, Σαπφώ, Πίνδαρος κ.ά.).
+λογογράφοι: Οι πρώτοι ιστορικοί, που έγραφαν “λόγους”, δηλ. ιστορίες πόλεων ή γενεαλογίες μεγάλων οικογενειών, πριν από τον “πατέρα της Ιστορίας” Ηρόδοτο. Περιφημότερος ο Εκαταίος ο Μιλήσιος.
+φυσικοί φιλόσοφοι: Οι πρώτοι αρχαίοι φιλόσοφοι, οι οποίοι αναζητούσαν να βρουν την αρχή, την αιτία της δημιουργίας των πάντων (Θαλής, Αναξίμανδρος, Αναξιμένης, Εμπεδοκλής, Δημόκριτος κ.ά.).
+κούρος (ο, ουσ.) = άγαλμα αρχαίου εφήβου.
+κόρη (η, ουσ.) = νεαρή κοπέλα // άγαλμα έφηβης // θυγατέρα.
προκύπτω (ρ.) = σκύβω το κεφάλι μου προς τα έξω, προβάλλω το κεφάλι μου // προκύπτει = βγαίνει ως συμπέρασμα.
συνένωση (η, ουσ.) = σύνδεση, σύναψη.
βασικός (επίθ.) = κύριος, ουσιώδης.
+δημιουργία (η, ουσ.) = κατασκευή έργου, κυρίως πρωτότυπου // γέννηση // κτίση του κόσμου από το Δημιουργό // το σύμπαν.
+απομίμηση (η, ουσ.) = πιστή αναπαράσταση ενός προτύπου // παραποίηση, παραχάραξη.
ποιότητα (η, ουσ.) = η εσωτερική φύση ενός πράγματος.
+γενιά (η, ουσ.) = το σύνολο αυτών που ανήκουν στο ίδιο γένος ή κατάγονται από τον ίδιο γενάρχη // σόι, φυλή // το σύνολο αυτών που έζησαν την ίδια χρονική περίοδο.
+κανόνας (ο, ουσ.) = χάρακας // μτφ. ό,τι χρησιμεύει ως πρότυπο για την εκτέλεση έργου, μέτρο, κριτήριο // αξίωμα, απαράβατη γενική αρχή // υποχρέωση // εκκλ. ύμνος.
φανέρωμα (το, ουσ.) = αποκάλυψη, εμφάνιση.
+κορυφαίος (επίθ.) = αυτός που βρίσκεται στην κορυφή // μτφ. άριστος // ο πρώτος του χορού αρχαίου δράματος // πρώτος βιολιστής ορχήστρας.
+επεξεργάζομαι (ρ.) = κατεργάζομαι κάποιο υλικό σώμα // συμπληρώνω τις λεπτομέρειες ενός έργου // τελειοποιώ (επεξεργασία, επεξεργαστής, επεξεργάσιμος, ανεπεξέργαστος).
βελτιώνω (ρ.) = κάνω κάτι καλύτερο.
φωνητικό αλφάβητο: το ελληνικό αλφάβητο, στο οποίο κάθε σύμβολο-γράμμα αντιστοιχεί με ένα φθόγγο (φωνή).
επικρατέστερος, -η, -ο (επίθ.) = ο πιο δυνατός // ο πιο συνηθισμένος.
+ακροάομαι > ακροώμαι (ρ.) = ακούω με προσοχή (ακροατής, ακροάτρια, ακροαστικά).
+ακρόαση (η, ουσ.) = το να ακούει κανείς κάποιον με προσοχή // συνέντευξη με επίσημο πρόσωπο // εξέταση αρρώστου με το αυτί ή με στηθοσκόπιο.
ακρόαμα (το, ουσ.) = ό,τι ακούει κανείς (μουσική, διάλεξη κ.ά.) (ακροαματικός).
ακροατήριο (το, ουσ.) = το σύνολο των ακροατών // τόπος κατάλληλος για ακρόαση.
ράβδος (η, ουσ.) = ραβδί, σύμβολο εξουσίας δοσμένης από τους θεούς, από τις μούσες.
+αμφορεύς (ο, ουσ.) = μεγάλο αρχαίο αγγείο με πλατιά κοιλιά, σχετικά στενό λαιμό και δύο λαβές, για την αποθήκευση υγρών ή στερεών προϊόντων.
1. 5. ΟΙ ΡΑΨΩΔΟΙ ΚΑΙ Ο ΟΜΗΡΟΣ ( σελ. 19 )
Σελ. 19
+ραψωδοί: Επικοί ποιητές, που απομνημόνευαν παλαιότερα ή και δικά τους έπη και τα απήγγελλαν με ρυθμό, στηριγμένοι με το δεξί τους χέρι σε ένα ραβδί, σύμβολο εξουσίας δοσμένης από τους θεούς. Ήταν οργανωμένοι σε “συντεχνίες”, ταξίδευαν από τόπο σε τόπο κι έπαιρναν μέρος σε ραψωδικούς αγώνες.
+Ησίοδος (8ος αι. π.Χ.): Αρχαίος Έλληνας επικός ποιητής, ο “πατέρας του διδακτικού έπους”. Έργα του ήταν το διδακτικό έπος “Έργα και Ημέραι” και το θρησκευτικό έπος “Θεογονία”.
+διακρίνομαι (ρ.) = ξεχωρίζω, αναγνωρίζομαι // υπερέχω.
μουσική υπόκρουση: συνοδεία τραγουδιού ή απαγγελίας με μουσικό όργανο.
+σύμβολο (το, ουσ.) = ό,τι εκφράζει αφηρημένη έννοια ή ιδέα // έμβλημα.
αυλή (η, ουσ.) = αστέγαστος χώρος σπιτιού // το προσωπικό που βρίσκεται στην υπηρεσία ενός βασιλιά // βασιλικό παλάτι.
απίθανος (επίθ.) = απίστευτος, ο μη πιθανός // μτφ. εξαιρετικός.
7 πόλεις ερίζουν: Σμύρνη, Χίος, Κολοφώνα, Ίος, Σαλαμίνα, Θεσσαλία, Πύλος.
+ερίζω (ρ., από λ. η έρις = φιλονικία) = φιλονικώ, μαλώνω, καυγαδίζω // Έρις (γεν. Έριδος): θεά της φιλονικίας.
+διεκδικώ (ρ.) = αγωνίζομαι να αποκτήσω δικαίωμα ή αγαθό που μου το αρνήθηκαν // αμφισβητώ κάτι.
+καταγραφή ομηρικών επών: Έγινε στην αρχαία Αθήνα τον 6ο π.Χ. αι., με πρωτοβουλία του νομοθέτη Σόλωνα ή του τυράννου Πεισίστρατου ή του γιου του Ίππαρχου.
+μαρτυρία (η, ουσ.) = κατάθεση μάρτυρα // ομολογία // πληροφορία.
+υποστηρίζω (ρ.) = υποβαστάζω // μτφ. υπερασπίζω // ισχυρίζομαι // εκφράζω μια γνώμη.
+πρωτοβουλία (η, ουσ.) = αυτόθελη απόφαση κι ενέργεια, που πηγάζει από τη βούληση του υποκειμένου // αρχική έμπνευση.
Σόλων (639 – 559 π.Χ.): Αθηναίος νομοθέτης, σοφός και ποιητής, ο οποίος το 594 π.Χ. έκανε σημαντικές μεταρρυθμίσεις στο πολίτευμα της αρχαίας Αθήνας.
+τύραννος (ο, ουσ.) = απόλυτος άρχων τυραννικού καθεστώτος // δικτάτορας // μτφ. πιεστικός άνθρωπος.
Πεισίστρατος: τύραννος της αρχαίας Αθήνας, από το 560- 527 π.Χ., με ενδιάμεσα διαλείμματα.
Ίππαρχος, Ιππίας, Θεσσαλός: γιοι του τύραννου της Αθήνας Πεισίστρατου (527 – 514/510 π.Χ.).
Παναθήναια (τα) = μεγάλη γιορτή στην αρχαία Αθήνα προς τιμήν της πολιούχου της πόλης Αθηνάς.
+ύμνος (ο, ουσ.) = ωδή προς τιμήν θεού ή αγίου ή ήρωα // εγκωμιαστικό τραγούδι // ενθουσιώδης έπαινος.
+προοίμιο (το, ουσ.) = εισαγωγή, πρόλογος // προάγγελμα // αρχή.
+εξυμνώ (ρ.) = εγκωμιάζω, επαινώ.
κωμικός (επίθ.) = αστείος // σχετικός με την κωμωδία // συγγραφέας κωμωδιών.
αντι-ήρωας (ο, ουσ.) = ο μη ηρωικός, κοινός άνθρωπος.
+παρωδία (η, ουσ.) = μετατροπή ενός σοβαρού σε γελοία μορφή // γελοιοποίηση // σάτιρα // κωμική απομίμηση // διακωμώδηση.
+διακωμώδηση (η, ουσ.) = σάτιρα, γελοιοποίηση, κωμική απομίμηση.
μυς (ο, ουσ. - γεν. μυός) = ποντικός // μυώνας, μέρος σώματος που αποτελείται από σάρκα και ίνες και χρησιμεύει στην κίνηση των ζωντανών οργανισμών.
“Βατραχομυομαχία”: παρωδιακό έπος, ίσως έργο του Όμηρου, που διακωμωδεί την “Ιλιάδα” και τον Τρωικό πόλεμο, περιγράφοντας πόλεμο μεταξύ βατράχων και ποντικών (σώθηκαν 303 στίχοι).
1. 6. Η ΑΞΙΑ ΤΩΝ ΟΜΗΡΙΚΩΝ ΕΠΩΝ ( σελ. 20 - 21 )
Σελ. 20
παιδαγωγικός (επίθ.) = σχετικός με την παιδαγωγική, επιστήμη της αγωγής // αυτός που διαπαιδαγωγεί.
απόλαυση (η, ουσ.) = ψυχική ευχαρίστηση, τέρψη, ηδονή // κάρπωση.
+συνάμα (επίρρ.) = ταυτόχρονα, συγχρόνως, μαζί.
Πλάτων (428 – 347 π.Χ.): αρχαίος Αθηναίος φιλόσοφος, μαθητής του Σωκράτη.
+μορφώνω (ρ.) = δίνω μορφή, διαμορφώνω σε κάτι, διαπλάθω, σχηματίζω // μτφ. εκπαιδεύω, προάγω ηθικά και πνευματικά.
+μόρφωση (η, ουσ.) = εκπαίδευση // πνευματική και ηθική καλλιέργεια // διαμόρφωση.
+μορφωτικός (επίθ.) = αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη μόρφωση // αυτός που μορφώνει.
+πρότυπο (το, ουσ.) = υπόδειγμα, παράδειγμα, μοντέλο // πρόπλασμα // καλούπι, μήτρα // πρόσωπο που μπορεί να χρησιμεύσει ως υπόδειγμα.
+πρότυπος (επίθ.) = υποδειγματικός, παραδειγματικός, αξιομίμητος.
+διδαχή (η, ουσ.) = διδασκαλία // θρησκευτική ομιλία.
ανθρώπινη φύση: έμφυτος χαρακτήρας του ανθρώπου // το σύνολο των χαρακτηριστικών που προσδιορίζουν τον άνθρωπο.
περιττός (επίθ.) = αυτός που περισσεύει, παραπανίσιος // άχρηστος, ανωφελής.
+εκπαίδευση (η, ουσ.) = συστηματική μόρφωση, ανατροφή // διανοητική, ηθική και ψυχική καλλιέργεια // εξάσκηση // στάδια της παρεχόμενης παιδείας.
+αποστηθίζω (ρ.) = απομνημονεύω, μαθαίνω απ’ έξω.
+εξαίσιος (επίθ.) = υπέροχος, θαυμάσιος, εξαιρετικός.
+περιγραφή (η, ουσ.) = αφήγηση, διήγηση, εξιστόρηση, αναπαράσταση με λόγο.
σύλληψη (η, ουσ.) = πιάσιμο, βίαιη κατακράτηση προσώπου // μτφ. επινόηση // εγκυμοσύνη.
+αριστούργημα (το, ουσ.) = αριστοτέχνημα, υπέροχο έργο // κάθε εξαίρετη πράξη ή εκδήλωση.
+αρχαιότητα (η, ουσ.) = η αρχαία εποχή --- αρχαιότητες (οι) = τα αρχαία μνημεία.
+εμπνέομαι (ρ.) = συλλαμβάνω μια εξαιρετική ιδέα // φωτίζομαι // παρακινούμαι.
+γλύφω (ρ.) = σκαλίζω με γλύφανο σκληρή ύλη, λαξεύω // φτιάχνω γλυπτό έργο // κάνω κάτι λείο.
γλύπτης / γλύπτρια (ουσ.) = καλλιτέχνης που κάνει ανάγλυφες ή ολόγλυφες παραστάσεις σε σκληρή ύλη, συνήθως μάρμαρο.
+γλυπτική (η, ουσ.) = τέχνη του γλύπτη, μία από τις εικαστικές τέχνες, πλαστική.
+αγγειογραφία (η, ουσ.) = ζωγραφική πάνω σε αγγεία, τέχνη που μελετά η Αρχαιολογία (αγγειογράφος).
+ποιητής / ποιήτρια (ουσ.) = συγγραφέας ποιημάτων, έμμετρων λογοτεχνικών έργων.
+πεζογράφος (ο/η, ουσ.) = συγγραφέας πεζών, δηλ. όχι έμμετρων, λογοτεχνικών έργων.
σκηνοθέτης / σκηνοθέτιδα (ουσ.) = αυτός/αυτή που διδάσκει στους ηθοποιούς ένα έργο και το ανεβάζουν στη σκηνή.
στιχουργός (ο/η, ουσ.) = αυτός που γράφει στίχους για τραγούδια.
καρτουνίστας (ο, ουσ.) = καλλιτέχνης σχεδιαστής κινούμενων σχεδίων (καρτούν).
διαφημιστής / διαφημίστρια (ουσ.) = αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τις διαφημίσεις.
+τεύχος (το, ουσ.) = μέρος εντύπου που διανέμεται κατά διαστήματα // φυλλάδιο.
+εικονογράφηση (η, ουσ.) = στόλισμα με εικόνες // το σύνολο των εικόνων ενός βιβλίου.
Σελ. 20/21
+αποθέωση (η, ουσ.) = θεοποίηση // εξύμνηση κάποιου σαν να είναι θεός // ενθουσιώδης υποδοχή.
κιθαρωδός (ο, ουσ.) = αυτός που παίζει κιθάρα και τραγουδά συγχρόνως.
βάθρο (το, ουσ.) = υπερυψωμένο τέτράγωνο κατασκεύασμα, όπου στέκεται και μιλά κάποιος // βάση αγάλματος // μτφ. βάση, στήριγμα.
Ομήρειον (το, ουσ.) = ναός προς τιμήν του αποθεωμένου ποιητή Ομήρου, που ίδρυσαν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου οι βασιλείς Πτολεμαίος Δ΄και Αρσινόη Γ΄.
+σκήπτρο (το, ουσ.) = πολυτελής ράβδος, ως έμβλημα εξουσίας (βασιλιάς, αρχιερέας, επίσκοπος κ.ά.) // μτφ. υπεροχή, επικράτηση.
+κύλινδρος (ο, ουσ.) = στερεό στρογγυλό και μακρουλό σώμα με δύο παράλληλες βάσεις // ρολό.
θρόνος (ο, ουσ.) = επίσημο κάθισμα βασιλιά, ηγεμόνα, αρχιερέα // μτφ. αξίωμα βασιλικό.
+προσωποποίηση (η, ουσ.) = η εμψύχωση των αψύχων, προσωποποιΐα // σχήμα λόγου, κατά το οποίο δίνουμε σε ζώα ή άψυχα ανθρώπινα χαρακτηριστικά ή ιδιότητες.
Οικουμένη (η, ουσ.) = όλη η Γη, η υφήλιος.
+βωμός (ο, ουσ.) = ειδικό κτίσμα για θυσίες, θυσιαστήριο // Αγία Τράπεζα // μτφ. ιερός σκοπός, ιδανικό.
+Μυθολογία (η, ουσ.) = το σύνολο των αρχαίων μύθων ενός λαού και η επιστήμη που τους εξετάζει.
Ιστορία (η, ουσ.) = επιστήμη που ερευνά και ερμηνεύει τα γεγονότα από τα παρελθόν μέχρι και σήμερα.
Ποίηση (η, ουσ.) = σύνθεση ποιημάτων // λογοτεχνική δημιουργία σε στίχους.
+Τραγωδία (η, ουσ.) = σοβαρό θεατρικό είδος με υψηλό και τραγικό περιεχόμενο // δραματικό έργο, που προκαλεί έλεο και φόβο στους θεατές // μτφ. τραγικό γεγονός.
+Κωμωδία (η, ουσ.) = θεατρικό έργο που προκαλεί γέλιο // μτφ. ό,τι προκαλεί γέλιο.
+Φύση (η, ουσ.) = α) ο υλικός κόσμος και οι νόμοι που τον διέπουν - β) σύνολο χαρακτηριστικών που προσδιορίζουν ένα ον ή πράγμα - γ) χαρακτήρας.
+Αρετή (η, ουσ.) = ηθική τελειότητα, αγαθότητα, χρηστότητα.
+Μνήμη (η, ουσ.) = ανάμνηση, θυμητικό, ικανότητα του νου να διατηρεί στη συνείδηση και να αναπαράγει παλιές εντυπώσεις.
Πίστη (η, ουσ.) = εμπιστοσύνη, πεποίθηση // προσήλωση, ακλόνητη σταθερή εμμονή σε κάποιες αρχές // θρησκευτικό δόγμα.
Σοφία (η, ουσ.) = ορθοφροσύνη, πολυμάθεια, παντογνωσία.
+ανάγλυφο (το, ουσ.) = γλυπτή διακόσμηση, που εξέχει από την επιφάνεια της πέτρινης ή μαρμάρινης ή πήλινης πλάκας. Υπάρχουν δύο ειδών: α) το ελαφρό (πρόστυπο) και β) αυτό που εξέχει πολύ (έκτυπο).
+ανάθημα (το, ουσ.) = αφιέρωμα σε ναό ή άλλο ιερό τόπο ή εικόνα αγίου // τάμα.
+αναθηματικός (επίθ.) = αφιερωμένος, σε ανάμνηση ανθρώπου ή γεγονότος, αφιερωματικός.
Πριήνη (η, ουσ.) = αρχαία ελληνική αποικία στη Μικρά Ασία.
Αλεξάνδρεια Αιγύπτου (η) = παράλια πόλη της Αιγύπτου με περίφημο φάρο, έδρα του ελληνιστικού βασιλείου των Πτολεμαίων, που το κατέλυσαν οι Ρωμαίοι το 31 π.Χ. .
2. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ “ΟΔΥΣΣΕΙΑ” ( σελ. 22 – 24 )
2. 1. Η “ΟΔΥΣΣΕΙΑ” ( σελ. 22 – 23 )
Σελ. 22
Οδυσσέας: πανούργος μυθικός βασιλιά της Ιθάκης, γιος του Λαέρτη και της Αντίκλειας, σύζυγος της Πηνελόπης και πατέρας του Τηλέμαχου, που πήρε μέρος στον Τρωικό πόλεμο, επινόησε το δούρειο ίππο και, μετά την άλωση της Τροίας, περιπλανήθηκε 10 χρόνια, ώσπου να γυρίσει στην Ιθάκη, χωρίς συντρόφους.
+πηγή (η, ουσ.) = νερομάνα // μτφ. αρχή ή αιτία // πρωτότυπο κείμενο.
+θεματογραφία (η, ουσ.) = συγγραφή αρχαίων θεμάτων // εξάσκηση σε αρχαίο κείμενο // ζητήματα που γύρω τους στρέφεται το έργο ενός συγγραφέα.
ηρωική παράδοση: ό,τι παραδίδεται σχετικά με τους ήρωες, τα κατορθώματά τους και τα ηρωικά έπη.
λαϊκές μυθιστορίες: λαϊκές διηγήσεις μεγάλης έκτασης για ιστορικά ή φανταστικά γεγονότα, με στόχο την αισθητική απόλαυση των ακροατών ή αναγνωστών // μυθιστορήματα, ρομάντζα.
+αλεξανδρινός (επίθ.) = αυτός που έζησε κατά την αλεξανδρινή εποχή (323 – 30 π.Χ.) // ο κάτοικος της Αλεξάνδρειας.
Ζηνόδοτος ο Εφέσιος (325 – 260 π.Χ.): αλεξανδρινός φιλόλογος, που μάλλον είναι αυτός που χώρισε την “Ιλιάδα” και την “Οδύσσεια” σε 24 άνισες ραψωδίες. Κάθε ραψωδία της “Οδύσσειας” δηλώνεται με ένα μικρό γράμμα του αλφαβήτου (α - ω), ενώ οι ραψωδίες της “Ιλιάδας” δηλώνονται με τα κεφαλαία γράμματα (Α - Ω). (Επίσης, οι αλεξανδρινοί φιλόλογοι έδωσαν από ένα τίτλο σε κάθε ραψωδία).
2.2. ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ “ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ”
ΜΕ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΕΙΡΑ ( σελ. 23 – 24 )
Σελ. 23
θύελλα (η, ουσ.) = δυνατός αέρας με βροχή, σφοδρή καταιγίδα.
καβο-Μαλιάς (ο) = ακρωτήριο Μαλέας στο νοτιανατολικό άκρο της Πελοποννήσου.
+λήθη (η, ουσ. – από το ρ. λήθω = μένω άγνωστος) = λησμονιά, ξεχασιά, λησμοσύνη.
κατατρέχω (ρ.) = καταδιώκω κάποιον.
+μάντης Τειρεσίας: ονομαστός μάντης από τη Θήβα, που έδωσε χρησμό στον Οδυσσέα, όταν κατέβηκε στον Άδη, για να μάθει για το γυρισμό στην Ιθάκη.
+χρησμός (ο, ουσ.) = μαντεία, προφητεία, μάντεμα.
+δαμάζομαι (ρ.) = τιθασεύομαι, εξημερώνομαι // υποτάσσομαι.
Καλυψώ (η, ουσ.) = μυθική νύμφη, κατώτερη θεά, κόρη του Άτλαντα, που κατοικούσε στο νησί Ωγυγία και είχε σύντροφο 7,5 χρόνια το ναυαγό Οδυσσέα, στον οποίο πρότεινε να τον κάνει αθάνατο κι αγέραστο, αν αποφάσιζε να μείνει κοντά της για πάντα.
Πύλος (η) = πόλη της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου, όπου τα μυκηναϊκά χρόνια βασίλευε ο Νέστορας.
Σελ. 24
+σχεδία (η, ουσ.) = πρόχειρο πλεούμενο, βάρκα.
ναυαγός (ο, ουσ.) = αυτός που γλίτωσε από πνιγμό, μετά από ναυάγιο πλοίου // μτφ. αποτυχημένος.
Σχερία: χώρα των Φαιάκων, λαού φιλόξενου και με υψηλό πολιτισμό, που ταυτίζεται με τη σημερινή Κέρκυρα. Οι Φαίακες είχαν βασιλιά τον Αλκίνοο, που καταγόταν από το θεό Ποσειδώνα, και ήταν άριστοι ναυτικοί. Θα φιλοξενήσουν το ναυαγό Οδυσσέα, θα του προσφέρουν πλούσια δώρα και θα τον τον μεταφέρουν με πλοίο στην πατρίδα του Ιθάκη.
Ναυσικά: νεαρή μοναχοκόρη της Αρήτης και του Αλκίνοου, βασιλιά των Φαιάκων, η οποία πρώτη συνάντησε το ναυαγό Οδυσσέα στο ποτάμι, του έδωσε ρούχα και φαγητό και τον οδήγησε στο παλάτι του πατέρα της, για να τον φιλοξενήσουν.
+συνδρομή (η, ουσ.) = βοήθεια, αρωγή, συμπαράσταση.
πλαστός (επίθ.) = ψεύτικος, όχι γνήσιος // απατηλός // ανύπαρκτος.
χοιροβοσκός (ο, ουσ.) = αυτός που βόσκει γουρούνια (εδώ: ο Εύμαιος, πιστός δούλος του Οδυσσέα).
+παρακίνηση (η, ουσ.) = προτροπή, παρότρυνση.
μεταμφιέζομαι (ρ.) = αλλάζω ενδυμασία ή μορφή, για να μην αναγνωριστώ // μασκαρεύομαι.
+καρτερικότητα (η, ουσ.) = υπομονή // ανοχή.
τοξοβολία (η, ουσ.) = χτύπημα με τόξο, τόξεμα, τόξευση, σαΐτεμα.
εξοντώνω (ρ.) = καταστρέφω, αφανίζω, εξολοθρεύω // θανατώνω.
+αναγνωρισμός (ο, ουσ.) = αναγνώριση.
+οργίζομαι (ρ., από τη λ. οργή = μεγάλος θυμός) = θυμώνω πολύ, με κατέχει σφοδρός θυμός για κάποιον που με προσέβαλε ή με αδίκησε.
εκδίκηση (η, ουσ.) = ανταπόδοση αδικίας, γδικιωμός // βεντέτα, αυτοδικία.
+παρέμβαση (η, ουσ.) = μεσολάβηση // παρεμβολή, επέμβαση.
Σελ. 25
επιβεβαιώνω (ρ.) = βεβαιώνω κάτι που έκανε ή είπε κάποιος // επικυρώνω.
+βίος (ο, ουσ.) = ζωή // χρονική διάρκεια της ζωής.
+Θεόφιλος Χατζημιχαήλ (1873 - 1934) = λαϊκός ζωγράφος από τη Λέσβο.
Σελ. 26
+προτομή (η, ουσ.) = γλυπτή αναπαράσταση του πάνω μέρους του σώματος (κεφάλι+ώμοι), μπούστο.
+αντίγραφο (το, ουσ.) = έργο που έγινε με αντιγραφή από άλλο.
+Κάλβος Ανδρέας (1792 - 1887) = επιφανής Έλληνας λυρικός ποιητής από τη Ζάκυνθο.
+ωδή (η, ουσ.) = άσμα, τραγούδι // λυρικό ποίημα υψηλού περιεχομένου // τροπάριο της εκκλησίας.
+θεσπέσιος (επίθ.) = υπέροχος, εξαίσιος, θαυμάσιος, έξοχος.
ευφημέω > ευφημώ (ρ.) = επαινώ, εγκωμιάζω.
+κλέος (το, ουσ.) = δόξα, φήμη.
+κλεινός (επίθ., από τη λ. κλέος = δόξα) = ένδοξος, ονομαστός, περίφημος, δοξασμένος.
+ξένος (επίθ.) = φιλοξενούμενος // αλλοδαπός // άγνωστος.
+ξενίζω (ρ., από το επίθ. ξένος) = φιλοξενώ (φιλόξενος ≠ άξενος).
+ξενία (η, ουσ.) = φιλοξενία – Ξένιος Δίας: προστάτης της φιλοξενίας.
αποθέτω (ρ., απέθηκας) = αφήνω κάτω // αποταμιεύω // εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον.
+Μούσες (9): εννιά κόρες του Δία και της Μνημοσύνης, προστάτιδες των Γραμμάτων και των Τεχνών.
1. Κλειώ – Ιστορία
2. Ευτέρπη – Μουσική
3. Θάλεια – Κωμωδία
4. Μελπομένη – Τραγωδία
5. Ερατώ – Ερωτική ποίηση
6. Πολύμνια – Θρησκευτική ποίηση
7. Τερψιχόρη – Χορός/Χορική ποίηση
8. Ουρανία – Αστρονομία
9. Καλλιόπη – Επική ποίηση
+Σημείωση: Όσες λέξεις έχουν μπροστά σταυρό + είναι καλό να γραφούν στο “Ευρετήριο Λέξεων”, είτε γιατί θα τις ξανασυναντήσουμε είτε γιατί είναι σημαντικές και εύηχες, κυρίως όμως για να τις χρησιμοποιείτε και στις γραπτές εργασίες σας.
ΑΦΗΓΗΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ “ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ”
ΜΕ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΕΙΡΑ
• ΕΛΛΑΔΑ - Αυλίδα →
Τρωική εκστρατεία των Αχαιών ( περ. 1.180 π.Χ.; ) → Δεκάχρονη πολιορκία της Τροίας - Τρωικός πόλεμος → Άλωση Τροίας (Ίλιον) → Νόστος - επιστροφή Αχαιών → στην ΕΛΛΑΔΑ.
• ΤΡΟΙΑ → Νόστος Οδυσσέα ( +σύντροφοι + 12 πλοία ) → 1. Κίκονες → 2. Λωτοφάγοι → 3. Κύκλωπας Πολύφημος, γιος του Ποσειδώνα – τύφλωσή του – Ύβρη Οδυσσέα προς το θεό Ποσειδώνα → 4. Αίολος → 5. Λαιστρυγόνες – καταστροφή 11 πλοίων του Οδυσσέα, μαζί με τα πληρώματά τους → (Ο Οδυσσέας συνεχίζει το ταξίδι μόνο με 1 πλοίο και πολύ λιγότερους συντρόφους) → 6. Κίρκη → 7. Κάθοδος στον Άδη → 8. Σκύλλα → 9. Σειρήνες → 10. Θρινακία - βόδια θεού Ήλιου - Ύβρη συντρόφων Οδυσσέα → 11. Κεραυνός Δία – Θεοδικία – Τιμωρία – Πνιγμός συντρόφων, για ύβρη προς θεό Ήλιο → σωτηρία Οδυσσέα ναυαγού → 12. Χάρυβδη → 13. Ωγυγία – Καλυψώ – Απόφαση θεών να γυρίσει ο Οδυσσέας στην πατρίδα του Ιθάκη → 14. Τρικυμία – ναυάγιο σχεδίας – Εκδίκηση του θεού Ποσειδώνα → 15. Σχερία – Φαίακες – φιλοξενία – πλούσια δώρα - μεταφορά Οδυσσέα στην Ιθάκη με πλοίο → 16. ΙΘΑΚΗ – συνάντηση του Οδυσσέα με τη θεά Αθηνά – μεταμόρφωση Οδυσσέα σε ζητιάνο →
Στην καλύβα του χοιροβοσκού Εύμαιου – αναγνώριση Οδυσσέα από το γιο του τον Τηλέμαχο – Σχέδιο μνηστηροφονίας → Επιστροφή Τηλέμαχου στο παλάτι → → Γυρισμός Οδυσσέα-ζητιάνου στο παλάτι του, μετά από 20 χρόνια, με μυστικότητα → Μνηστηροφονία – Αυτοδικία του Οδυσσέα → Αναγνώριση Οδυσσέα από Πηνελόπη → Μετάβαση στο κτήμα του πατέρα του Λαέρτη – Αναγνώριση του Οδυσσέα από το Λαέρτη → Σύγκρουση Οδυσσέα με τους συγγενείς των Μνηστήρων, οι οποίοι ζητούν εκδίκηση → Επέμβαση θεάς Αθηνάς, που επιβάλλει όρκους ειρήνης μεταξύ των Ιθακησίων, με βασιλιά τον Οδυσσέα → Ειρήνη στην ΙΘΑΚΗ → ΤΕΛΟΣ “ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ”.
ΒΑΣΙΚΗ ΗΘΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ "ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ"
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΝΑΙ Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ο Σ Ή Δ Ε Σ Μ Ι Ο Σ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ;
ΔΙΑΣ: «Ὤ πόποι, οἷον δή νυ θεοὺς βροτοὶ αἰτιόωνται.ἐξ ἡμέων γάρ φασι κάκ’ ἔμμεναι. οἱ δὲ καὶ αυτοὶ
σφῇσιν ἀτασθαλίησιν ὑπέρμορον ἄλγε’ ἔχουσιν.»
(Ὁμήρου «Ὀδύσσεια», ραψωδία α, στίχοι 32-34)ΔΙΑΣ: «Αλίμονο, είναι αλήθεια ν’ απορείς που θέλουν οι θνητοί να ρίχνουν
στους θεούς τα βάρη τους . έρχεται λένε το κακό από μας –κι όμως οι ίδιοι, κι από φταίξιμο δικό τους, πάσχουν και βασανίζονται,
και πάνω από το γραφτό τους.»
(Μετάφραση Δημ. Μαρωνίτη, «Οδύσσεια», ραψωδία α, στίχ. 36-39)
ΒΑΣΙΚΗ ΗΘΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ “ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ”:
Ο Άνθρωπος είναι Υ Π Ε Υ Θ Υ Ν Ο Σ για τις πράξεις του.
Γιατί:
η ΜΟΙΡΑ γράφει
οι ΘΕΟΙ προειδοποιούν
ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ αποφασίζει κι επιλέγει τι θα πράξει.
Άρα: Ο ίδιος ο άνθρωπος ευθύνεται για ό,τι του συμβαίνει, καλό ή κακό.
Α) ΑΝ επιλέξει να πράξει το ΚΑΛΟ (ΑΓΑΘΟ):
α. Ευσεβής προς Θεούς ⇒ΕΥΝΟΙΑ και ΒΟΗΘΕΙΑ από τους Θεούς.
β. Δίκαιος προς συνανθρώπους ⇒ΤΙΜΗ και ΥΣΤΕΡΟΦΗΜΙΑ.
Συμπέρασμα: Το ΚΑΛΟ γεννά ΚΑΛΟ.
Γιατί:
Αν ο άνθρωπος διαλέξει να πράξει το ΚΑΛΟ, εξασφαλίζει την εύνοια και τη βοήθεια των θεών και κερδίζει τιμή και όνομα καλό, όσο ζει, και υστεροφημία, δηλαδή καλή φήμη και ανάμνηση, μετά το θάνατό του.
Γι’ αυτό:Μερικό δίδαγμα: Πρέπει να επιλέγουμε να κάνουμε ΠΑΝΤΑ το ΚΑΛΟ.
Β) ΑΝ επιλέξει να πράξει το ΚΑΚΟ (ΥΒΡΗ):
α. Ασεβής προς Θεούς ⇒Νέμεση ⇒Τίση (Τιμωρία)⇒ΘΕΟΔΙΚΙΑ.
β. Άδικος προς συνανθρώπους ⇒Εκδίκηση ⇒ΑΝΘΡΩΠΟΔΙΚΙΑ.
Συμπέρασμα: Το ΚΑΚΟ γεννά ΚΑΚΟ.
Γιατί:
Αν ο άνθρωπος διαλέξει να πράξει το ΚΑΚΟ, γίνεται ΥΒΡΙΣΤΗΣ, δηλαδή υπερβαίνει τους ανθρώπινους και θεϊκούς ηθικούς κανόνες και τα ανθρώπινα μέτρα (ΥΒΡΗ = υπέρβαση, υπερβολή // αμαρτία). Ο νους του “τυφλώνεται” από την Άτη. Η ΆΤΗ είναι η θεά που τυφλώνει το νου του ανθρώπου και τον κάνει να μην καταλαβαίνει πως το έχει παρακάνει, α) είτε γιατί έχει ξεπεράσει τα ανθρώπινα μέτρα και παραβιάζει τους κανόνες ηθικής, β) είτε γιατί πράττει “υπέρ μόρον”, δηλαδή έχει υπερβεί όσα έχει γραμμένα η ΜΟΙΡΑ (αἶσα, εἱμαρμένη) [οι 3 Μοίρες: η Κλωθώ κλώθει το νήμα της ζωής ενός ανθρώπου, η Λάχεσις ορίζει τι θα του τύχει κι η Άτροπος κόβει το νήμα], γ) είτε γιατί αγνοεί τις προειδοποιήσεις των ΘΕΩΝ και δεν βλέπει πως έχει προκαλέσει την οργή και τη νέμεση των θεών (ΝΕΜΕΣΗ = αγανάκτηση), οι οποίοι θα του στείλουν την ΤΙΣΗ (= “πληρωμή”), δηλαδή βαριά ΤΙΜΩΡΙΑ. Αλλά και οι άνθρωποι που αδικούνται απ’ αυτόν θα ζητήσουν την τιμωρία του, είτε ξεπληρώνοντας οι ίδιοι το κακό με κακό (ΑΥΤΟΔΙΚΙΑ) είτε οδηγώντας τον ένοχο στο δικαστήριο (ΕΤΕΡΟΔΙΚΙΑ).
Γι’ αυτό:
Μερικό δίδαγμα: Δεν πρέπει να κάνουμε ΠΟΤΕ το ΚΑΚΟ.
Οι Άνθρωποι είμαστε οι ίδιοι ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ για τη Ζωή μας, αφού…
…με τις κακές ή τις καλές πράξεις μας…
…προκαλούμε τη Δυστυχία ή την Ευτυχία μας.
Αφού, λοιπόν, είμαστε ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ να ενεργούμε κατά βούληση,
…ας επιλέγουμε, όπως ο Ηρακλής,
…ό,τι δίνει Αξία στην ύπαρξή μας:
Το δρόμο της Αρετής.
Για το μαθητή/τη μαθήτρια:
Γράψε και τη δική σου γνώμη σε μία παράγραφο. Διάλεξε ένα δικό σου τίτλο και τιτλοφόρησε την παράγραφό σου.
ΤΡΟΠΟΙ (3) ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
1ος τρόπος: ΘΕΟΔΙΚΙΑ ή ΘΕΙΑ ΔΙΚΗ ή ΘΕΟΚΡΙΣΙΑ, δηλαδή κρίση του Θεού για την αθωότητα ή την ενοχή κάποιου με υπερφυσικά μέσα (π.χ. κεραυνό), τιμωρία-συμφορά σταλμένη από τους Θεούς σε άνθρωπο που πράττει το κακό. Η ΤΙΜΩΡΙΑ των υβριστών από τους Θεούς, οι οποίοι οργίζονται και στέλνουν ΔΕΙΝΑ (=συμφορές) στον άνθρωπο που δεν σέβεται τους θεούς και αδικεί τους συνανθρώπους του, εκφράζει την ιδέα ότι οι Θεοί ενδιαφέρονται για τον άνθρωπο. Αναμειγνύονται στη ζωή του, πότε για να τον προειδοποιήσουν (π.χ. τον Αίγισθο) ότι διαπράττει ΥΒΡΗ και να τον αποτρέψουν από τη διάπραξη του κακού, πότε για να τον τιμωρήσουν (π.χ. τους συντρόφους του Οδυσσέα), πότε για να τον ανταμείψουν για την ευσέβειά του (π.χ. απόφαση θεών να γυρίσει ο ευσεβής Οδυσσέας στην Ιθάκη).
Παραδείγματα Θεοδικίας:
α) Κεραυνοβόληση πλοίου του Οδυσσέα από το Δία και πνιγμός των συντρόφων του Οδυσσέα, γιατί διέπραξαν ασέβεια τρώγοντας τα ιερά βόδια του θεού Ήλιου στη Θρινακία (ραψ. μ), ενώ είχαν ενημερωθεί από τον Οδυσσέα (χρησμός μάντη Τειρεσία στη ραψ. λ) πως δεν έπρεπε να τα φάνε. Μονάχα ο Οδυσσέας, που δεν έφαγε τα βόδια του Ήλιου, σώθηκε και βγήκε ναυαγός στο νησί της Καλυψώς.
ΠΡΟΟΙΜΙΟ: «Ἀλλ’ οὐδ’ ὣς ἑτάρους ἐρρύσατο, ἱέμενός περ.
αὐτῶν γὰρ σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν ὄλοντο.
νήπιοι, οἳ κατὰ βοῦς Ὑπερίονος Ἡελίοιο
ἤσθιον. αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀφείλετο νόστιμον ἧμαρ.»(Ὁμήρου «Ὀδύσσεια», ραψωδία α, στίχοι 6-9)
ΠΡΟΟΙΜΙΟ: «Κι όμως δεν μπόρεσε, που τόσο επιθυμούσε,
να σώσει τους συντρόφους.
Γιατί εκείνοι χάθηκαν απ’ τα δικά τους τα μεγάλα σφάλματα,νήπιοι και μωροί, που πήγαν κι έφαγαν τα βόδια
του υπέρλαμπρου Ήλιου. κι αυτός τους άρπαξε του γυρισμού τη μέρα.»
(μετάφραση Δημ. Μαρωνίτη, «Οδύσσεια», ραψωδία α, στίχ. 7-11)
β) Τρικυμία που ξεσήκωσε ο θεός Ποσειδώνας εναντίον του Οδυσσέα (ραψ. ε), καθώς εκείνος έπλεε στο πέλαγος με τη σχεδία του, επειδή ο Οδυσσέας είχε διαπράξει ασέβεια προς τον Ποσειδώνα, μετά την τύφλωση του Κύκλωπα Πολύφημου, γιου του Ποσειδώνα, όταν καυχήθηκε, φωνάζοντας στον Πολύφημο ότι “ούτε ο πατέρας του ο θεός Ποσειδώνας δεν μπορεί να του γιατρέψει το τυφλό του μάτι”. Ο Οδυσσέας θα γλιτώσει τελικά με τη βοήθεια της νεράιδας Ινώς-Λευκοθέας και θα βγει ναυαγός στη χώρα των Φαιάκων, αλλά, για να εξιλεωθεί, μετά το γυρισμό του στην Ιθάκη, πρέπει να φύγει ξανά και να πάει να χτίσει ιερό του Ποσειδώνα σε τόπο που οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν το κουπί και τη θάλασσα.
2ος τρόπος: ΑΝΘΡΩΠΟΔΙΚΙΑ ή ΑΥΤΟΔΙΚΙΑ ή ΕΚΔΙΚΗΣΗ ή ΒΕΝΤΕΤΑ. Στην αρχαία εποχή – σπάνια και σήμερα – κυριαρχεί η ιδέα ότι πρέπει να ανταποδίδουμε το κακό, τιμωρώντας οι ίδιοι, με τα ίδια μας τα χέρια, αυτόν που μας έβλαψε (πρβλ. “ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος”). Ο ίδιος ο αδικημένος και οι συγγενείς κι οι φίλοι του είχαν ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ να πάρουν ΕΚΔΙΚΗΣΗ, να τιμωρήσουν δηλαδή οι ίδιοι αυτόν που τους έβλαψε και τους συγγενείς του. Η τιμωρία κάποιου δράστη από το ίδιο το θύμα του και τους οικείους του ονομάζεται ΑΥΤΟΔΙΚΙΑ ή ΑΝΘΡΩΠΟΔΙΚΙΑ (= το να ζητήσει κάποιος άνθρωπος το δίκιο του όχι με το νόμο αλλά με δικά του μέσα). Η αυτοδικία ως τρόπος απαίτησης δικαιοσύνης προκαλεί έναν κύκλο αίματος (βεντέτα) και οδηγεί την κοινωνία στο έγκλημα και σε αδιέξοδα. Γι’ αυτό από την αρχαιότητα οι άνθρωποι, Έλληνες και βάρβαροι, θέσπισαν νόμους και όριζαν δικαστές, στην κρίση των οποίων κατέφευγαν, όταν τους αδικούσε κάποιος.
Παραδείγματα Αυτοδικίας / Ανθρωποδικίας:
α) Φόνος της Κλυταιμνήστρας και του Αίγισθου, δολοφόνου του Αγαμέμνονα, από τον Ορέστη, γιο του Αγαμέμνονα (Αἰσχύλου “Ὀρέστεια” και Ὁμήρου «Ὀδύσσεια»).
ΔΙΑΣ: «ὡς καὶ νῦν Αἴγισθος ὑπέρμορον Ἀτρείδαογῆμ’ ἄλοχον μνηστήν, τὸν δ’ ἔκτανε νοστήσαντα,
εἰδὼς αἰπὺν ὄλεθρον. ἐπεὶ πρό οἱ εἴπομεν ἡμεῖς,
πέμψαντες, ἐύσκοπον Ἀργειφόντην,
μήτ’ αὐτὸν κτείνειν μήτε μνάασθαι ἄκοιτιν.
ἐκ γὰρ Ὀρέσταο τίσις ἔσσεται Ἀτρείδαο,
ὁππότ’ ἄν ἡβήσῃ τε καὶ ἧς ἱμείρεται αἴης.
Ὡς ἔφαθ’ Ἑρμείας, ἀλλ’ οὐ φρένας Αἰγίσθοιο
πεῖθ’ ἀγαθὰ φρονέων. νῦν δ’ ἀθρόα πάντ’ ἀπέτισεν.»
Τὸν δ’ ἠμείβετ’ ἔπειτα θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη.
ΑΘΗΝΑ: «Ὦ πάτερ ἡμέτερε Κρονίδη, ὕπατε κρειόντων,
καὶ λίην κεῖνός γε ἐοικότι κεῖται ὀλέθρῳ.
ὡς ἀπόλοιτο καὶ ἄλλος, ὅτις τοιαῦτά γε ῥέζοι.»
(Ὁμήρου «Ὀδύσσεια», ραψωδία α, στίχοι 35-47)
ΔΙΑΣ: «Έτσι και τώρα ο Αίγισθος, την ορισμένη μοίρα παραβαίνοντας,
πήγε να σμίξει με τη νόμιμη γυναίκα ενός Ατρείδη,
κι αυτόν τον σκότωσε στου γυρισμού την ώραγνωρίζοντας τι τιμωρία σκληρή τον περιμένει.
αφού εμείς του στείλαμε τον άγρυπνον αργοφονιά Ερμή με μήνυμα
μήτε εκείνον να σκοτώσει μήτε και τη γυναίκα του να μπλέξεισε συζυγικό κρεβάτι. αλλιώς θα πέσει στο κεφάλι του η εκδίκηση
του γιου για τον πατέρα, όταν ο Ορέστης, παλικάρι πια,
θελήσει να γυρίσει στην πατρίδα.
Αυτά, με τόση φρόνηση ο Ερμής μιλώντας, του μηνούσε,
κι όμως τον νου του Αιγίσθου δεν κατόρθωσε ν’ αλλάξει.Τώρα, ακέριο και μεμιάς, τ’ άνομο κρίμα του ξεπλήρωσε.»
Αμέσως ανταπάντησε, τα μάτια λάμποντας, η γαλανή Αθηνά:
ΑΘΗΝΑ: «Πατέρα μας των αθανάτων, Κρονίδη, των δυνατών ο παντοδύναμος,
καλά κι όπως του ταίριαζε, εκείνος αφανίσθηκε και πάει –την ίδια μοίρα να ’χει κι όποιος ανάλογα κριματιστεί.”
(μετάφραση Δ. Μαρωνίτη, «Οδύσσεια», ραψωδία α, στίχ. 40-55)
β) Μνηστηροφονία από τον Οδυσσέα και το γιο του Τηλέμαχο (ραψ. χ).
3ος τρόπος: ΕΤΕΡΟΔΙΚΙΑ, δηλαδή τιμωρία αυτών που διαπράττουν αδικίες από τους ΔΙΚΑΣΤΕΣ στα δικαστήρια, με ΝΟΜΟΥΣ που έχει θεσπίσει η πολιτεία και στα ευνομούμενα κράτη είναι ίδιοι για όλους (ΙΣΟΝΟΜΙΑ).
Παράδειγμα Ετεροδικίας:
α) Δίκη του Ερατοσθένους, ενός από τους τριάκοντα τυράννους, στην Αθήνα το 403 π.Χ., μετά την επαναφορά της δημοκρατίας, με κατήγορο το ρήτορα Λυσία (Λυσίου «Κατὰ Ἐρατοσθένους»).
Για το μαθητή/τη μαθήτρια:
1. Βρες παραδείγματα από την επικαιρότητα. Αν ακούσεις δελτίο ειδήσεων, θα βρεις πολλά.
2. Γράψε σε 10 σειρές: «Γιατί οι άνθρωποι είμαστε υπεύθυνοι για τις πράξεις μας;»
Σημείωση: Η ίδια ηθική αρχή αποτελεί διαχρονικό βασικό άξονα του ελληνικού ποιητικού και πεζού λόγου και κανόνα κοινωνικής ζωής.
ΒΟΥΝΑΤΣΟΥ ΜΥΡΣΙΝΗ, ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου