ΠΑΛΙΟΧΩΡΙΑΝΑ ΔΙΣΤΙΧΑ ΠΑΡΑΠΟΝΕΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Στα όρη αναστέναξα και
μου 'πε ένα πουλάκι
σώπα, βρε μερακλή, μην
κλαις, κι έχω κι εγώ μεράκι.
Από τη Μεταξωτή Γ. Γανώση (1898-1981)
Αλίμονο, φωτιά ’φαγα και
κάρβουνο κατάπια
και δε μου την εσβήσανε,
όσο νερό κι αν ήπια.
Αναστενάζω στα βουνά, η
γη μ’ ακούει και κλαίει
και τ’ άθλιό μου το
κορμί “υπομονή” μου λέει.
Απελπισμένοι στο
ντουνιά, ’λάτε να συναχτούμε,
να πάμε σ’ άγρια βουνά,
κόσμο να μη θωρούμε.
Βάρσανα πά’ στα βάσανα,
λύπη πάνω στη λύπη,
έγινε το κορμάκι μου
μόν’ ο σταυρός του λείπει.
Βάρσανα, σας περικαλώ
λίγο να τραβηχτείτε,
φωτιά ’βαλα στη νιότη
μου, μην τύχει και καείτε.
Γυρίζω βλέπω τα βουνά
στέκονται λυπημένα
δεν είναι σαν τα
πρωτινά, που ήταν ανθισμένα.
Εγώ κι αν τον εσταύρωνα
το γιο σου, Παναγιά μου,
τέτοια πληγή δεν μ’
άνοιγες επάνω στην καρδιά μου.
Και τα βουνά το ξέρουνε τα έχω
παθημένα,
ως και τα ρούχα που φορώ
και κείνα απελπισμένα.
Καρδιά μου μερακλίδισσα
και παραπονεμένη,
κείνα οπού δεν ήλπιζες
απόκτησες καημένη.
Κλάψε, καρδιά μου,
θλιβερά, κλάψε και δεν πειράζει,
πάθη που δε γιατρεύονται
η πλάκα τα σκεπάζει.
Κορμί μου, μην
παραδεχθείς ο χάρος να σε πάρει,
θά ’ρθει καιρός να
κλάψουνε και τα νεκρά στον Άδη.
Μένα η καρδιά μου κι αν
πονεί, τ’ αχείλι μου το κρύβει,
η όψη μου το μαρτυρά πως
η ζωή μου φθείρει.
Με πίκρες και με βάρσανα
περνώ ’γω τον καιρό μου
κλαίγω για βασανίζομαι
το ξέρω μοναχό μου.
Μες στις θλιμμένες τις καρδιές
βρίσκεται κι η δική μου
θαυμάζει ο κόσμος κι
απορεί με την απιμονή μου.
Ο πόνος της καρδούλας
μου να ’ταν φανερωμένος,
ήθελ’ ο κόσμος να με
κλαίει, να ’μαι
αποθαμένος.
Ποιες πίκρες και ποια
βάρσανα δεν έχω περασμένα
και ποια μέρα χαρούμενη
ξημέρωσε για μένα;
Ποιος άγιος κάνει
θαύματα, να πάω να λειτουργήσω,
την τωρινή αγάπη μου να
την κληρονομήσω.
Πολλές φορές το χέρι μου
βάζω στην κεφαλή μου
και σκέφτομαι τα βάρσανα
που έχει το κορμί μου.
Ποτές απ’ την ακρογιαλιά
δε λείπει τ’ αηδονάκι
ούτε απ’ τ’ αχειλάκι μου
δε λείπει το φαρμάκι.
Ρίξε φαρμάκι, ουρανέ,
φαρμάκωσε το μήνα,
την ώρα που γεννήθηκα,
γιατί δεν είχα μοίρα.
Σα βράχος στην
ακρογιαλιά που τον βαρά το κύμα,
έτσι με τρών’ τα βάσανα,
Χριστέ, δεν είναι
κρίμα;
Σαν κλάψω τι με ωφελεί,
τα δάκρυά μου χάνω
έτσι θα βαρσανίζομαι,
ώσπου να αποθάνω.
Σαν μαραθούν τα φύλλα
σου, καρδιά μου, μην τρομάξεις,
γιατ’ έχεις κι άλλα
βάρσανα στον κόσμο να περάσεις.
Σαν πω το “αχ” κάνει
σεισμό, το “βαχ” χαλάει η πλάση,
αναστενάζω, καίονται τα
όρη και τα δάση.
Το χελιδόνι που πετά, σα
δεις και χαμηλώσει,
την Παναγιά παρακαλεί τη
λευτεριά να δώσει.
Τραγούδησε, καρδούλα
μου, να βγει κομμάτι η λάβρα,
γιατ’ έγιναν τα φύλλα
σου σαν το μελάνι μαύρα.
Υπομονή υπομονή, ως πότε
θα υπομένω,
για κοίτα η υπομονή πώς
μ’ έχει καμωμένο.
Ω Παναγιά Αγιασώτισσα
και διπλοπαναγιά μου,
χωρίς κανένα φταίξιμο να
βρίσκω το μπελά μου.
Ω τωρινέ μου λογισμέ, και πού να σ’ είχα πρώτα,
να βάλω σίδερο καρδιά
και ατσαλένια πόρτα.
Από την Αικατερίνη
Κουρτέλη (1904-1980)
Θέλω να κλάψω σε βουνό,
τα δέντρα να ραΐσουν,
ίσως με καταλάβουνε και
με παρηγορήσουν.
Κλαίγω και κλαίνε τα
βουνά, δακρύζουνε τα δάση,
λυπούμαι το κορμάκι μου
τι έχει να περάσει.
Όποιος φοβάται τη φωτιά,
ας μην έλθει κοντά μου,
γιατί θα τον εκάψουνε τ’
αναστενάγματά μου.
Παραπονιέμαι στο Θεό τι
άδικα που κρίνει,
αλλού λυπάται και πονεί
κι αλλού βάρσανα δίνει.
Πασχίζω νά ’βρω γιατρικό
για την απελπισία
και βρήκα την απιμονή τη
μόνη σωτηρία.
Σα θυμηθώ τα πρωτινά, το
αίμα μου παγώνει
και το κορμί μου ανελιεί
ως ανελιεί το χιόνι.
Σαν κλάψουνε τα μάτια
μου, ο ουρανός βουρκώνει,
τα σύννεφα παίρνουν νερό
και το κορμί μου λιώνει.
Σαν κλάψουνε τα μάτια
μου, τρέχουνε σα μια βρύση,
περιβολάρης τα ζητά τα
δέντρα να ποτίσει.
Τα πάθη μου γινήκανε
άνθη και τα μαζώνω
και της υπομονής κλειδί
κρατώ και τα κλειδώνω.
Από τη Χρυσάνθη
Κουτσουραδή - Βουλαλά (1898-1987)
Ανοίξετε το μνήμα μου,
’τοιμάστε μου τον τάφο,
γιατί βλέπω στον ύπνο
μου σημεία του θανάτου.
Ανοίξτε την καρδούλα
μου, να δείτε τα δεινά μου,
να δείτε πίκρες κι
όχιδνες που τρών’ τα σωθικά μου.
Απιλπισμένου βρίσκουμι,
κι αν ο θιός θιλήσει,
εκείνος μόνο δύναται τη
φλόγα μου να σβήσει.
Απού την Πόλη έρχουντι
κι απού του Παρασάμι,
μουνάχα απού τη μαύρη γη
κανένας δεν εφάνη.
Πως θ’ αποθάνω ξέρω το,
δεν ξέρω την ημέρα,
να τραγουδώ, να
χαίρομαι, να παίρνει ο νους μου αέρα.
Σαν πιρπατώ, παραμιλώ,
σα στέκου, νου δεν έχου,
σα μι μιλούν, δεν
απαντώ, απ' τους καημούς που έχου.
Στα όρη αναστέναξα κι
μου 'πε ένα πουλάκι
σώπα, βρε μιρακλή,
μην κλαις, κι έχου κι 'γω μιράκι.
Της τύχης μου τα βάσανα
πώς να τα υποφέρω,
μι κάνανι να πιρπατώ
τριλό κι απιλπισμένου.
Το στήθος μου το
νοίκιασα ,να κατοικούν οι πόνοι,
το άθλιό μου το κορμί το
νοίκι να πληρώνει.
Από τη Μαρία
Κουτσουραδή - Ξυπτερά (1922-2009)
Ανάθεμά σε, τύχη μου,
χίλιες φορές την ώρα,
πολλές φορές με δίκασες,
μα όχι σαν και τώρα.
Αναστενάζω θλιβερά και
κλαίω λυπημένα
και λέω πως δεν είναι
πια ο κόσμος για εμένα.
Αναστέναξε η καρδιά μου,
όταν είπα παναγιά μου.
(οκτάδα)
Ας πάνε πια στ’ ανάθεμα
οι πίκρες και τα
βάρσανα. (οκτάδα)
Αυτά τ’ αναστενάγματα θε
να μου φέρουν κι άλλα,
θε να με ρίξουν σ’
αρρωστιά, σε βάρσανα μεγάλα.
Βάρσανα και παραπόνια
κελαϊδούν και λέν’ τ’
αηδόνια.
(οκτάδα)
Βάρσανα, καημοί, κι ως
πότε
το κορμάκι μου θα τρώτε
(οκτάδα)
Η τύχη μου με δίκασε και
τα βουνά με κλαίνε
και τα πουλιά της έρημος
υπομονή μου λένε.
Η τύχη μου με κυνηγεί,
μα θα την κυνηγήσω,
ή κατά κράτος θα χαθώ ή
ευτυχής θα ζήσω.
Καρδιά μου, πώς
μαράθηκες, πριν έλθει ο καιρός σου,
και έριξες τα φύλλα σου
μαζί με τον ανθό σου;
Καρδιά μου απαρηγόρητη,
παρηγορήσου ατή σου,
κι άλλες πολλές το
πάθανε, δεν είσαι μοναχή σου.
Κλαίει η καρδιά μ’ και
δε μερώνει,
σαν το έρημο τ’ αηδόνι.
(οκτάδα)
Κλαίει η καρδιά μ’ κι
αναστενάζει,
ξημερώνει και βραδιάζει.
(οκτάδα)
Μοίρα μου, σα με
μοίρανες, ήσουνα θυμωμένη
και έγραψες για να περνώ
ζωή βασανισμένη.
Ν’ αναστενάξω ήθελα,
φοβούμαι μην ανάψει
η φλόγα της καρδούλας
μου κι όλο τον κόσμο
κάψει.
Πάψε, καρδούλα μου, να
κλαις τόσο λυπημένα,
γιατί ποτέ δε λιώνουνε
της τύχης τα γραμμένα.
Πολλά θωρούν τα μάτια
μου κι ο νους μου τα σκεπάζει,
μα η θλιμμένη μου καρδιά
κλαίει κι αναστενάζει.
Στην πληγωμένη μου
καρδιά βοτάνια δε χωρούνε
ούτε οι γιατροί
γιατρεύουνε ούτ’ άγια βοηθούνε.
Τα ματάκια μου να
κλαίνε, βρύσες καταντήσανε
και το άθλιό μου σώμα το
κατατρυπήσανε.
Τ’ αναστενάζεις ξέρω τα
και τα πονείς γροικώ τα
κι αυτά που έχεις στην
καρδιά κι εγώ τα είχα πρώτα.
Τρέχουν τα ματάκια μ’
βρύσις,
έλα, φως μου, να
γεμίσεις, (οκτάδα)
Τρέχουν τα ματάκια μ’,
τρέχουν
και σταματημό δεν έχουν.
(οκτάδα)
Τρέχουν τα ματάκια μ’,
τρέχουν
και υποφερμό δεν έχουν.
(οκτάδα)
Τύχη μου, πανάθεμά σε,
πάντα στο κακό μπροστά
’σαι. (οκτάδα)
Τύχη μου, σα με
μοίρανες, ήσουνα μες στα δάση
κι έγραψες τ’ αχειλάκι
μου ποτέ να μη γελάσει.
Ω θλιβερή καρδούλα μου,
σιγά - σιγά ραγίζεις,
κρυφός είναι ο πόνος
σου, κανείς δεν τον γνωρίζει.
Ως πότε τα ματάκια μου
θα τρέχουν σαν αυλάκι,
ως πότε θα μου ρίχνουνε
μες στην καρδιά φαρμάκι.
Από τη Νίκη Πρωτογύρου
- Γανώση
Αποθαμένο να ’μουνα
καλύτερα το είχα,
παρά που ζω και δε
γροικώ τη μέρα και τη νύχτα.
Βαρέθηκα τη νιότη μου,
θέλω να την πουλήσω,
θέλω να εύρω μερακλή, να
μην τη χαραμίσω.
Βάσανα, λυπηθείτε με,
περικαλώ σταθείτε,
φωτιά ’βαλα στη νιότη
μου, μην τύχει και καείτε.
Βάσανα πα’ στα βάσανα,
λύπη πάνω στη λύπη
κάνανε το κορμάκι μου
μόν’ ο σταυρός του λείπει.
Βάφει τα ο κόσμος, βάφει
τα στο μπογιατζή τα μαύρα,
μα εγώ καημένη βάφω τα
με της καρδιάς τη
λάβρα.
Βραδιάζει και παρακαλώ
μέρα να ξημερώσει,
να δω τα μάτια π’ αγαπώ,
ο νους νου να μερώσει.
Βραδιάζει και παρακαλώ
μέρα να ξημερώσει,
να δω τα μάτια μου
στεγνά, ο νους νου να μερώσει.
Είχα καρδιά που ’ταν
μπαξές, στη μέση συντριβάνι,
μα τώρα για τον πόνο μου
δε βρίσκεται
βοτάνι.
Έχω κρυφά τους πόνους
μου και δεν τους φανερώνω,
για να μη ξέρει ο καθείς
με τι μεράκι λιώνω.
Ήλιε μου, γιατί
βιάστηκες να πας να βασιλέψεις,
ν’ αφήσεις με στα
σκοτεινά, να πας αλλού να φέξεις.
Ήλιε μου, σα βασιλέψεις,
πες μου πού θα πας να
φέξεις. (οκτάδα)
Θα πάρω δίπλα τα βουνά,
να βρω μηλιά με κλώνοι,
να δω μήπως γιατρεύονται
του μερακλή οι πόνοι.
Καρδιά μου μερακλίδισσα
και παραπονεμένη,
κείνα οπού δεν ήλπιζες
απόκτησες καημένη.
Καρδιά μου, πάψε ν’
αγαπάς, δεν αγαπούνε τώρα,
και ν’ αγαπούν, το
κάνουνε για να περνούν την ώρα.
Κλαίω κρυφά, γιατί
κανείς δε θέλω να το μάθει
πως βρίσκομαι σε βάσανα
και σε μεγάλα πάθη.
Με το δεξί το χέρι μου
κρατώ την κεφαλή μου
και μελετώ τα βάσανα που
έχει το κορμί μου.
Να ’χανε τα βουνά ψυχή
κι οι πέτρες να μιλούσαν,
να έλεγα τους πόνους
μου, να με παρηγορούσαν.
Όχου, καημένη μου
καρδιά, φαρμάκι αν εύρεις,
πιε το τα βάρσανα και οι καημοί οπού με
βρήκαν ’φέτο.
Πάψε, καρδιά μου, και
μην κλαις τόσο πολύ θλιμμένα,
γιατί ποτέ δε σβήνουνε
της τύχης τα γραμμένα.
Σαν αρχινήσω να τα πω τα
πάθη μου τραγούδια,
η μαύρη γης μαραίνεται,
δε βγάζει πια λουλούδια.
Σαν τον ανθό της
λεμονιάς ήταν η καρδιά μου πρώτα,
μα τώρα εμαράθηκε σαν
του Μαγιού τα χόρτα.
Τα βάρσανα δεν είν’
πουλιά, στα όρη να πετούνε,
μόν’ είν’ αγιάτρευτες
πληγές και όρη κατελιούνε.
Τα βάρσανά μου χαίρομαι,
τις πίκρες μου γλεντίζω
και αν μου γίνουνε
χαρές, εγώ δεν τις γνωρίζω.
Τα βάσανα πληθύνανε κι
οι πόνοι μεγαλώνουν
και οι παλιοί μου οι
καημοί ξανακαινουργιώνουν.
Το μερακλή τον άνθρωπο
δεν τον γερνούν οι χρόνοι,
μόν’ τον γερνούν τα
βάσανα, οι πίκρες και οι πόνοι.
Το μερακλίδικο πουλί
χτίζει φωλιά και κλαίει,
σαν την τελειώσει τη
φωλιά, τα βάσανά του λέει.
Ω φεγγαράκι μου λαμπρό
που κρύβεσαι στα νέφη,
να πας να πεις στην τύχη
μου να μη με κατατρέχει.
Ω φεγγαράκι μου λαμπρό,
τι άδικο που κάνεις,
σ’ όλο τον κόσμο δίνεις
φως, σε μένα σκοτεινιάζεις.
Ω φεγγαράκι, φέξε μου κι
εγώ θα σε πληρώσω
αίμα απ’ την καρδούλα
μου θα βγάλω να σου δώσω.
Από Τετράδιο του
Στράτου Ι. Πρωτόγυρου
Αγιά Παρασκευούλα μου,
γιάνε μου την καρδούλα
μου. (οκτάδα)
Αναστενάζω θλιβερά και
κλαίω λυπημένα
και λέω πως δεν είναι
πια ο κόσμος για τα μένα.
Άνθρωπο δεν εδίκασε η
τύχη σαν εμένα,
να περπατώ ώσπου να ζω
πάντα συλλογισμένα.
Άραγες μες στη μαύρη γης
θα βρω το γιατρικό μου,
ο χάρος και η μαύρη γη
θα ’ναι το γιατρικό μου.
Άραγες μες στη μαύρη γης
θα ’ναι πικρό το χώμα,
θα γιατρευτεί ο πόνος
μου για θα πονώ ακόμα;
Αχ είπε τ’ αχειλάκι μου
και ράϊσε η καρδιά μου
και σαν ποτάμια τρέξανε
στη γης τα δάκρυά μου.
Δίπλα θα πάρω τα βουνά,
να δω κι αυτά τι λένε,
να δω τα μάτια του
ντουνιά σαν τα δικά μου αν κλαίνε.
Εγώ ’μαι κείνο το πουλί
οπού το λέν’ κανάρι
που είν’ τα φτερά του
κίτρινα και η καρδιά του μαύρη.
Εγώ το ’πα της τύχης μου
πως έφταιξε σε μένα
και κείνη μου απάντησε
“τα ’χει ο Θεός γραμμένα”.
Έχω και πόνοι ζωντανοί,
έχω κι απεθαμένοι,
κάλλια με τρών’ οι
ζωντανοί, παρά οι πεθαμένοι.
Ήλιε μ’, στα βασιλέματα
πάρε κι εμέ μαζί σου,
να πάγ’ να βρω την τύχη
μου, να την εβλαστημήσω.
Η μερακλίδισσα καρδιά
πάντα ’ναι λυπημένη,
πάντα ’χει μαύρη την
καρδιά κι αχείλι μαραμένο.
Θέλω να κλάψω σε βουνό,
τα δέντρα να ραΐσουν
ίσως με καταλάβουνε και
με παρηγορήσουν.
Θυμούμαι τα τα πρωτινά,
βλέπω τα και τα τώρα
και τρέχουν τα ματάκια
μου σαν της νοτιάς τη μπόρα.
Και τα τραγούδια λόγια
’ναι, καρδιές παρηγορούνε,
σαν τους νεκρούς που
καρτερούν παράδεισο να δούνε.
Καρδιά μου μερακλίδισσα
και παραπονεμένη,
εκείνα που δεν ήλπιζες
απόκτησες καημένη.
Κλαίγω και κλαίνε τα
βουνά, δακρύζουνε τα δάση,
λυπούμαι το κορμάκι μου
τι έχει να
περάσει.
Κλαίγω και με τα δάκρυα
της γης το χώμα βρέχω,
μα δεν εβρέθηκε κανείς
να με ρωτήσει τι
έχω.
Κορμί μου, πόσα τράβηξες
και τώρα ζεις ακόμα,
δεν θα αργήσει ο καιρός
να σε χαρεί το χώμα.
Μένα η καρδιά μου
κατελιεί τρία γυαλιά φαρμάκι
σηκώνομαι κάθε πρωί και
πίνω από λιγάκι.
Με το Θεό θε να κριθείς,
τύχη καταραμένη,
στη θέση όπου μ’ έφερες
τι άλλο πια μου μένει;
Να ’τανε να σηκώνονταν
τα νεκροταφιασμένα,
ίσως και γιατρευόντανε
τα πάθη μου και μένα.
Όλα τα δέντρα το πρωί
δροσιά ’ναι γεμισμένα
και μένα τα ματάκια μου
δάκρυα γεμισμένα.
Όλα της γης τα σύννεφα
έρχονται μαυρισμένα
είναι δικά μου δάκρυα,
που τα ’χω σκορπισμένα.
Ο ήλιος εβασίλεψε και τα
βουνά δροσάσαν,
χαρά σε κείνες τις καρδιές
που δεν αναστενάξαν.
Ο ήλιος όταν πρωτοβγεί,
όλη τη γη χρυσώνει,
χαρά σε κείνες τις
καρδιές που δεν τραβούνε πόνοι.
Ο ήλιος στην ανατολή
βγαίνει σαν κυπαρίσσι
πόσα παράδικα θωρεί,
ώσπου να πάει να δύσει.
Ο κόσμος έχει βάσανα,
έχει και μιαν ελπίδα,
μα η δική μου η πληγή
δεν έχει σωτηρία (θεραπεία).
Ο κόσμος μες στα βάσανα
είν’ ανακατωμένος
ποιος εγεννήθη στο
ντουνιά να ’ναι φχαριστημένος;
Όλοι αναστενάζουνε, μα
όχι σαν και μένα,
όντας αναστενάξω εγώ,
στάζει η καρδιά μου αίμα.
Όλοι οι γιατροί
πεθάνανε, τα γιατρικά σωθήκαν
και μένα την καρδούλα
μου αγιάτρευτη
αφήκαν.
Όποια καρδιά πονεί πολύ
γρήγορα θα ραΐσει
και θά ’ρθει ο χάρος να
τη δει, να την παρηγορήσει.
Όποιος φοβάται τη φωτιά,
ας μην έλθει κοντά μου,
γιατί θα τον εκάψουνε τ’
αναστενάγματά μου.
Ο που είναι νιος και δεν
πετά με του βοριά τα νέφη
τι να την κάνει τη ζωή
στον κόσμο να την έχει;
Ο χάρος και η μαύρη γης
γινήκανε το ένα,
να φάνε το κορμάκι μου,
κι αλίμονο σε μένα.
Παραγγελιά ’χω στα
βουνά, όταν θα βγει η ψυχή μου,
να συναχτούνε τα πουλιά,
να κλάψουν το κορμί μου.
Παραπονιέμαι στο Θεό τι
άδικα που κρίνει,
αλλού λυπάται και πονεί
κι αλλού δάκρυα
δίνει.
Πασχίζω νά ’βρω γιατρικό
για την απελπισία
και βρήκα την απιμονή τη
μόνη
σωτηρία.
Πλαγιάζω με τη συλλογή
στην έρημη τη στρώση,
πόσες φορές το μελετώ,
ώσπου να ξημερώσει.
Ποιος άγιος κάνει
θαύματα, να πάω να προσκυνήσω,
ποια Παναγιά ’γιαίνει
πληγές, να πάω να λειτουργήσω.
Ποιος έχει μαύρη την
καρδιά, να γίνουμε συντρόφοι,
να κατοικούμε στα βουνά,
να μη θωρούμε ανθρώποι.
Πολλά φαρμάκια έχω πιει
μες στης ζωής τη στράτα,
μα η τύχη δεν εχόρτασε
και να μου πει “σταμάτα”.
Πολλές φορές μεσάνυχτα
σηκώνομαι και κλαίω
στο φεγγαράκι το λαμπρό
τα βάσανά μου λέω.
Πολλές φορές το χέρι μου
βάζω στην κεφαλή μου
και σκέπτομαι τα βάρσανα
που έχει το κορμί μου.
Σα θυμηθώ τα πρωτινά, το
αίμα μου παγώνει
και το κορμί μου ανελιεί
ως ανελιεί το χιόνι.
Σαν κλάψουνε τα μάτια
μου, ο ουρανός βουρκώνει,
τα σύννεφα παίρνουν νερό
και το κορμί μου λιώνει.
Σαν κλάψουνε τα μάτια
μου, τρέχουνε σα μια βρύση,
περιβολάρης τα ζητά τα
δέντρα να ποτίσει.
Σηκώνομαι κάθε πρωί και
κάνω το σταυρό μου
κοιτάζω την ανατολή και
λέω τον καημό μου.
Σηκώνω τα ματάκια μου
στον ουρανό κλαμένα,
μου λέγει ένα σύννεφο
“έχει ο Θεός για
σένα”.
Στα όρη αναστέναξα, στης
λυγαριάς την πλώρη
και κείνη εμαράθηκε, σαν
είδε τόσοι πόνοι.
Στέκομαι και παρατηρώ το
άθλιό μου σώμα
πώς ήταν και πώς έγινε
και πώς θα γίνει ακόμα.
Στη φυλακή με βάλανε,
στου χάρου τους μπαχτσέδες
και τα πικρά μου δάκρυα
τα είχα για
γλεντζέδες.
Συννεφιασμένε ουρανέ, με
την καρδιά μου μοιάζεις,
όντας αναστενάζω εγώ,
γιατί δε
σκοτεινιάζεις;
Τα δάκρυα στερέψανε από
τους οφθαλμούς μου,
τ’ αχείλι μου μαράνθηκε
να λέγω τους καημούς μου.
Τα πάθη μου γινήκανε
άνθη και τα μαζώνω
και της υπομονής κλειδί
κρατώ και τα κλειδώνω.
Τα πάθη μου είναι πολλά,
ποιας πέτρας να τα λέω,
να κάθεται να μου ’ξηγά,
να κάθομαι να
κλαίω.
Της Μπαρμπαριάς τα
όργανα κι αν παίξανε μπροστά μου,
δεν την παρηγορούνε πια
τη μαύρη την καρδιά
μου.
Το “αχ” το έχω πάπλωμα, το “βαχ” το ’χω σεντόνι,
τα δάκρυα προσκέφαλο,
ώσπου να ξημερώσει.
Το μερακλή τον άνθρωπο
κι ο χάρος τον λυπάται,
πάει να του πάρει την
ψυχή, μα πάλι συλλογάται.
Το μερακλίδικο κορμί
πάντα ’ναι λυπημένο,
πάντα ’χει μαύρη την
καρδιά κι αχείλι μαραμένο.
Το χάρο εξουσιαστή θα
βάλω στο κορμί μου,
να μ’ αφαιρέσει την
ψυχή, να πάψουν οι καημοί μου.
Τραγούδησε, καρδούλα
μου, λιγάκι ν’ ανασάνεις,
γιατ’ έχεις περισσό
καιρό π’ όλο φαρμάκια πιάνεις.
Ω μαραμέν’ αχείλι μου,
γέλασε πια λιγάκι,
γιατί πολύ το πότισες το
σώμα μου φαρμάκι.
Ως πότε θα πικραίνομαι,
να ’μαι κι απελπισμένο,
να περπατώ μες το
ντουνιά μ’ αχείλι
μαραμένο;
Ως πότε, μαύρη μου
καρδιά, θα μένεις κλειδωμένη;
Άνοιξε, παίξε, γέλασε
σαν που ’σουν μαθημένη.
Άλλα
παραπονετικά τραγούδια
Αλησμονώ και τραγουδώ, σαν να μην έχω πίκρα,
σαν να μην έχω στην καρδιά ένα μαχαίρι δίπλα.
Αν θέλεις, Παναγία μου, πάντα να σε δοξάζω,
ανάπαψε τους πόνους μου,
να μην αναστενάζω.
Θέλω να σύρω μια φωνή, κάθε φωνή να πάψει,
να κλάψουν τα ψηλά βουνά, κι η θάλασσα να κλάψει.
Κορμί μου μερακλίδικο, πέθανε να γλιτώσεις,
συμμάζεψε τα βάσανα, στο χάρο να τα δώσεις.
Το μερακλίδικο πουλί δεν πρέπει να γεννιέται,
γιατί σε τούτο το ντουνιά άδικα τυραννιέται.
Χάρι, τουν Άδη άδειασι, κάνι τσι με κριββάτι,
Θέλω να σύρω μια φωνή, κάθε φωνή να πάψει,
να κλάψουν τα ψηλά βουνά, κι η θάλασσα να κλάψει.
Κορμί μου μερακλίδικο, πέθανε να γλιτώσεις,
συμμάζεψε τα βάσανα, στο χάρο να τα δώσεις.
Το μερακλίδικο πουλί δεν πρέπει να γεννιέται,
γιατί σε τούτο το ντουνιά άδικα τυραννιέται.
Χάρι, τουν Άδη άδειασι, κάνι τσι με κριββάτι,
να βάλου του κουρμάκι
μου, να βγει απού τα πάθη.
ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΑΠΟ ΜΥΡΣΙΝΗ Μ. ΒΟΥΝΑΤΣΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου