ΠΑΛΙΟΧΩΡΙΑΝΑ ΔΙΣΤΙΧΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
ΞΞΞΞΞΞΞ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ ΞΞΞΞΞΞΞ
Αλησμονώ και χαίρομαι, θυμούμαι και λυπούμαι,
όλα τ' αηδόνια είν' εδώ, μα το δικό μου πού 'ναι;
όλα τ' αηδόνια είν' εδώ, μα το δικό μου πού 'ναι;
Από την Αικατερίνη Ι. Κουρτέλη (1904-1980)
Άσπρα πουλιά της θάλασσας, που χαμηλοπετάτε,
σαν δείτε την αγάπη μου, να μου τη χαιρετάτε.
Αφότου εχωρίσαμε, γλυκιά παρηγοριά μου,
σαν τα ψαράκια του γιαλού έχασα τη μιλιά μου.
Ως πότε θα πικραίνομαι, να ’μαι κι απελπισμένο,
να περπατώ εις το ντουνιά μ’ αχείλι μαραμένο;
Ξ
Από τη Μαρία Κουτσουραδή - Ξυπτερά (1922-2009)
Έλα, μικρό μου, μην αργείς, μην κάθεσαι στα ξένα
και κλαίνε τα ματάκια μου καθημερ’νώς για σένα.
Η θάλασσα και τα βουνά είναι που μας χωρίζουν,
όντας γυρίσω και τα δω, τα μάτια μου δακρύζουν.
Η θάλασσα μας χώρισε και βουνά επίσης,
παρακαλώ σε, μάτια μου, στα ξένα μην αργήσεις.
Η ξενιτιά σας χαίρεται, άλλος σας καμαρώνει
κι η μάνα που σας γέννησε κλαίει και δε μυρώνει.
Θάλασσά μου, θάλασσά μου,
συ γροικάς τα βάρσανά μου. (οκτάδα)
Θάλασσα φουρτουνιασμένη,
την καρδιά μου ’χεις καμένη. (οκτάδα)
Μπαρμπούνι μου θαλασσινό,
πρίμο τον έχεις τον καιρό. (οκτάδα)
Ξένο μου, στην ξενιτιά οι ξένοι τι σου λένε,
άλλα ματάκια σε θωρούν και τα δικά μου κλαίνε.
Όντας σας συλλογίζομαι κι όντας σας βάλει ο νους μου,
σαν θάλασσα βουρκώνομαι, σαν κύμα δέρν’ ο νους μου.
Στα μακριά κι αν βρίσκεσαι στα έρημα τα ξένα,
ο νους μου και ο λογισμός είναι κοντά σε σένα.
Της θάλασσας της έταξα μαντήλι κεντημένο,
να φέρει το πουλάκι μου που ’ναι ξενιτεμένο.
Ω θάλασσά μου γηρανιά και κύμα μου γαλάζιο,
φέρτε μου την αγάπη μου, να μην αναστενάζω.
Ξ
Από τη Χρυσάνθη Κουτσουραδή - Βουλαλά (1898-1987)
Σαν μάθεις πως απόθανα στην ξενιτιά, πουλί μου,
γίνε αϊτός και πέταξε και έλα στην ταφή μου.
Ξ
Από τη Νίκη Πρωτογύρου - Γανώση
Θα πάρω δίπλα τα βουνά, να βρω πουλιά θλιμμένα,
να τα ρωτήσω να μου πουν για τα ξενιτεμένα.
Ξενιτεμένο μου πουλί, χαμένο μου αηδονάκι,
η ξενιτιά σε χαίρεται, κι εγώ πίνω φαρμάκι.
Ο ξένος μέσ’ την ξενιτιά σαν το πουλί γυρίζει,
σαν το βασιλικό ανθεί, μ’ αλήθεια δε μυρίζει.
Στα ξένα είν’ η αγάπη μου, στα ξένα κι η ζωή μου,
στην άμμο της ακρογιαλιάς είν’ η απαντοχή μου.
Στα ξένα σε θυμήθηκα, ήλιος με παρηγόρα
και το φεγγάρι μου ’λεγε “εγώ τον είδα τώρα”.
Το ξένο μέσ’ την ξενιτιά πρέπει να βάλει μαύρα,
για να ταιριάζει η φορεσιά με της καρδιάς τη λάβρα.
Το ξένο μέσ’ την ξενιτιά πρέπει να βάλει μαύρα,
για να τον εγνωρίζουνε, που ’χει η καρδιά του λάβρα.
Ξ
Από τη Μεταξωτή Γ. Γανώση (1898-1981)
Για χαμηλώσετε, βουνά, και γίνετε λιβάδια,
να δω και προς την ξενιτιά που ’ναι τα μαύρα μάτια.
Μακροταξιδεμένο μου, πότε θε νά ’λθεις πίσω,
ρόδα και τριαντάφυλλα τους δρόμους να γεμίσω.
Μαύρα πουλιά της θάλασσας, που χαμηλοπετάτε,
σα δείτε την αγάπη μου, να μου τη χαιρετάτε.
Ξ
Από Τετράδιο του Στράτου Ι. Πρωτόγυρου
Αέρα μου, ποιος σ’ έστειλε να ’ρθεις να με δροσίσεις,
αν είσ’ απ’ την αγάπη μου, να με παρηγορήσεις.
Άθλιε αποχωρισμέ, γιατί με κατατρέχεις
μακριά απ’ το πουλάκι μου επιθυμείς να μ’ έχεις.
Έγινες ανυπόφερτος, ερίζωσες σε μένα,
πουλάκια που λατρεύονται τα ’χεις ξεχωρισμένα.
Αλησμονώ και χαίρομαι, θυμούμαι και λυπούμαι,
όλα τ’ αηδόνια είν’ εδώ, μα το δικό μου πού ’ναι;
Αναστενάζω και πονώ, θυμούμαι και λυπούμαι,
θα βλαστημώ τον αίτιο οπού σε εστερούμαι.
Αναχωρώ και φεύγω πια, αλλού να κατοικήσω
κι άλλη πατρίδα αποκτώ, για πάντα ’κει να ζήσω.
Απελπισμένο περπατώ σαν τα πουλιά στα δάση,
αυτός ο έρημος καιρός πότε θε να περάσει.
Από εδώ τα μάτια μου δεν φτάνουν να σε δούνε,
μόν’ έρχονται τα γράμματα και με παρηγορούνε.
Άραγες τι να γίνεται κείνο το χελιδόνι
που έλεγα τον πόνο μου κι έλιωνε σαν το χιόνι;
Άραγες το πουλάκι μου σε ποιο δεντρί κοιμάται,
σε ποιο δεντρί χτίζει φωλιά και μένα δε θυμάται.
Άσπρα πουλιά της θάλασσας που χαμηλοπετάτε,
σαν δείτε την αγάπη μου, να μου τη χαιρετάτε.
Αφότου εχωρίσαμε, γλυκιά παρηγοριά μου,
σαν τα ψαράκια του γιαλού έχασα τη μιλιά μου.
Αχ τι καημός είναι αυτός, ζωή τυραγνισμένη,
να σ’ αγαπώ, να μ’ αγαπάς, να ζούμε χωρισμένοι.
Γράμμα μ’, αγλήγορα να πας, γλήγορα να γυρίσεις,
να φέρεις είδηση καλή, να με παρηγορήσεις.
Δεν το 'λπιζα τα δυο βουνά λιβάδια να γενούνε
και ζωντανό αποχωρισμό τα μάτια μου να δούνε.
Δίπλα θα πάρω τα βουνά, να δω κι αυτά τι λένε,
να τα ρωτήσω να μου πουν πά’ στα ξενιτεμένα.
Έλα, μικρό μου, μην αργείς, μην κάθεσαι στα ξένα
και κλαίνε τα ματάκια μου καθημερνώς για σένα.
Έλα, πουλί μου, γρήγορα και μην αργείς στα ξένα
κι άνοιξαν τα τριαντάφυλλα που σου ’χω φυλαγμένα.
Έφυγες και με άφησες σαν παναγιά θλιμμένη,
σαν εκκλησιά αλειτούργητη, σα χώρα κουρσεμένη.
Εχωριστήκαμε τα δυο που ’μαστ’ αγαπημένα
μα εγώ ’χω τις ελπίδες μου, ας είσαι και στα ξένα.
Η θάλασσα και τα βουνά είναι που μας χωρίζουν,
όντας γυρίσω και τα δω, τα μάτια μου δακρύζουν.
Ήθελα να ’μουνα πουλί, να ’ρχομαι να σε βλέπω,
όντας γελάς να χαίρομαι κι όντας πονείς να κλαίγω.
Ήλιε μ’, στα βασιλέματα θέλω να παραγγείλω
ρόδα και τριαντάφυλλα στον που αγαπώ να στείλω.
Η ξενιτιά κι η αρφανιά είπαν πως είναι ένα,
μα εγώ τα εδοκίμασα κι είδα πως είν’ τα ξένα.
Η ξενιτιά σας χαίρεται, άλλος σας καμαρώνει
κι η μάνα που σας γέννησε κλαίει και δε μυρώνει.
Η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ ’χω τον καημό σου,
ο νους μου πάντα φέρεται μέσα στο μισεμό σου.
Η ξενιτιά το έκανε τ’ αχείλι μου φαρμάκι
και τρέχουν τα ματάκια μου σαν το νερό στ’ αυλάκι.
Η ξενιτιά ’χει βάσανα, η ξενιτιά ’χει λάβρα,
η ξενιτιά μου τα ’κανε τα σωθικά μου μαύρα.
Θα έχω την υπομονή πότε θ’ ανταμωθούμε,
να κατοικήσουμε μαζί, για πάντα να χαρούμε.
Θάλασσά μου, θάλασσά μου,
συ γροικάς τα βάσανά μου. (οκτάδα)
Θάλασσα, πικροθάλασσα και πικροκυματούσα,
τα ψάρια σου είναι γλυκά, μα συ ’σαι φαρμακούσα.
Θάλασσα, πικροθάλασσα που βλέπεις τον καημό μου,
φέρε μ’ από την ξενιτιά τον αγαπητικό μου.
Θάλασσα φουρτουνιασμένη,
την καρδιά μου ’χεις καμένη. (οκτάδα)
Θαλασσοπούλι θα γινώ, τη θάλασσα θα σχίσω,
νά ’ρθω μιαν ώρα να σε δω και πίσω να γυρίσω.
Θα πάρω δίπλα τα βουνά, να βρω πουλιά θλιμμένα,
να τα ρωτήσω να μου πουν για τα ξενιτεμένα.
Θυμήσου με καμιά φορά, γράφε μου να γνωρίζω
πώς τα περνάς, αγάπη μου, να μην κακοκαρδίζω.
Καθημερ’νώς τα κύματα ’γω τα ρωτώ για σένα
μη σ’ είδαν στην ακρογιαλιά, πουλί μου, καμιά μέρα.
Και είμαι, φως μου, πρόθυμος ευθύς να σ’ απαντήσω,
αλλ’ από εκεί ’ναι δύσκολα γράμμα να έλθει πίσω.
Κλαίω και κλαίνε τα βουνά κι οι κάμποι αντιλαλούνε,
άραγε τα ματάκια μου θε να σε ξαναδούνε;
Κλαίω και κλαίνε τα πουλιά κι οι κάμποι αντιλαλούνε
και το δικό μας χωρισμό παντού τον διαλαλούνε.
Κλαίω και κλαίνε τα πουλιά, κλαίνε το μισεμό σου,
κλαίω κι εγώ, πουλάκι μου, τον αποχωρισμό σου.
Κλάψετε, μάτια μ’, κλάψετε, δάκρυα γεμιστείτε,
γιατί θα φάτε ξενιτιά, ώσπου να βαρεθείτε.
Μαβί χελιδονάκι μου, πάρε με στα φτερά σου,
να πάω να δω τον π’ αγαπώ, τη νιότη μου μη χάσω.
Μαύρα πουλιά της έρημος θα πάω να πληρώσω,
ίσως με πάρουν στα φτερά κι έρθω να σ’ ανταμώσω.
Μαύρα πουλιά της έρημος θα πάω να πληρώσω,
να με σηκώσουν στα φτερά, να ’ρθω να σ’ ανταμώσω.