ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940
Η ΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Νίκου Σφυρόερα
Ελληνικός Όρθρος
Μαζέψαμε του ήλιου τη σοδειά κάτω απ’ τη στέγη μας
και περιμέναμε να ’ρθει το πρωτοβρόχι να ποτίσει
τις γέρικες ελιές μας, το στεγνό χώμα μας,
να σπείρουμε ξανά το στάρι που μας θρέφει,
ν’ ανοίξουμε το μούστο που μας θερμαίνει,
ν’ ακούσουμε τα τραγούδια που μας γέννησαν
στο παλιό τζάκι με το καπνισμένο καριοφίλι,
γύρω στη μαύρη την ποδιά της μάνας μας.
Μας γύρευεν ο γείτονάς μας νερό και του δίναμε…
μας γύρευεν ο ξένος ίσκιο κι έπαιρνε την καρδιά μας…
Δε θέλαμε άλλο χώμα για τον τάφο μας
παρά το χώμα που χορεύαμε συρτό.
δε θέλαμε άλλη θάλασσα για ψάρεμα
παρά τη θάλασσα, που μάθαμε κολύμπι.
δε θέλαμε άλλον ουρανό για χιόνι και βροχή,
παρά τον ουρανό που βρέχει την καλωσύνη μας…
Περιμέναμε… και μας ξυπνήσαν οι καμπάνες,
οι καμπάνες, οι καμπάνες!
μ’ άλλον ήχο – μ’ άλλο χτύπο – μ’ άλλο βούϊσμα οι καμπάνες
μ’ άλλο αλάφιασμα κι οι μάνες –
ενώ βούϊζαν καμπάνες
κι ενώ φεύγαν – φεύγαν – φεύγαν
τρομαγμένα από τις δράνες – τα σπουργίτια
κι ενώ κλαίγαν – και μουγκάνιζαν τα βόδια
όσο ηχούσαν και χτυπούσαν – σαν τρελές δαιμονισμένες,
σαν Μαινάδες μεθυσμένες – μέσ’ τη νύχτα
οι καμπάνες!
Ο ΗΡΩΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
Λιάνας Τυραδέλλη
ΟΧΙ
Της νιότης περιστέρια
ασπίλωτα
γονιών σωστών πνοές,
λεβέντικων Δασκάλων στήθη
τίμημα ατίμητα
μεγάλο, στης λευτεριάς το βάθρο
τη ζωή σας δώσατε,
μια χαραυγή αφιλόκερδα!
Να ’ν’ άραγε τ’
αντάλλαγμα, της παραζάλης οι σπασμοί
των σκοτισμένων των
μυαλών ο συρφετός, η Λήθη;
ΟΧΙ, ποτέ δεν θα
συμβεί αυτό, είν’ άτιμο
όσα κι αν περάσουν
χρόνια.
Στο πορφυρένιο αιώνιο
στρώμα σας
ευλαβικά σκύβουν
πολλοί με περηφάνεια
δάκρυ ψυχής πικρό η
ανάμνηση παληκαριών
χωρίς υποκρισίες,
λόγους και στεφάνια.
Μέσ’ στων αδιάφορων
τα πλήθη ξεσπαθώσατε
ανάμεσα στων κυνηγών
του Πρόσκαιρου τα πιόνια
αντρειοσύνης φόρο τη
ζωή σας δώσατε
πεσμένο σε παρτέρι
ερήμου σπόρο τρέφετε
δροσοσταλιά
δικαιοσύνης, ανθρωπιάς συμπόνια.
(Εφημερίδα «Νέο
Εμπρός»/7-12-1995 και Κώστα Μίσσιου «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», τ.
10ος, σελ. 360)
Νικηφόρου Βρεττάκου
Μάνα και γιος (1940)
Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε
κι η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της,
μπρούντζος, χιόνι και σύννεφο. Κι αχολόγησε η Πίνδος
σαν να ’χε ο Διόνυσος γιορτή. Τα φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια κι αναπήδαγαν τα έλατα και χορεύαν
οι πέτρες. Κι όλα φώναζαν:
«Ίτε παίδες Ελλήνων…»
Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταύρωναν στον ορίζοντα,
ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.
Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ’ ανέβαιναν.
Με την ευκή στον ώμο τους κατά το γιο πηγαίναν
και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες
κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους
κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε,
μ’ αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα
κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα
χάνονταν χάνονταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ’ την άλλη.
(«Τα Ποιήματα», Β΄ τόμος, εκδόσεις "Τρία Φύλλα", σελ. 117)
Γράμμα από το μέτωπο
Αγαπημένη μου,
μέσ’ στο Καλπάκι σ’ ένα ρέμα
κουρνιάσαν οι στρατιώτες.
Βουτώ τη λόγχη μου στο αίμα,
δέξου τις λέξεις μου τις πρώτες.
Είναι οι λέξεις μετρημένες
σαν τις στιγμές μου εδώ πάνω
κι είναι οι σκέψεις μου δοσμένες
ως τη στιγμή που θα πεθάνω.
Αχ, τι να σου γράψω, αγαπημένη,
εδώ συμβαίνουνε πολλά.
Γύρω μου δέκα σκοτωμένοι,
αλλά είμαι καλά, είμαι καλά.
Ό,τι κι αν γράψω δεν μου φτάνει,
τα λίγα εδώ είναι πολλά
κι αν μάθεις πως έχω πεθάνει,
είμαι καλά, είμαι καλά.
(Μελοποιημένοι στίχοι του στιχουργού Πυθαγόρα)
Οδυσσέα Ελύτη
Άσμα ηρωικό και πένθιμο για το χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας
Κείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο.
Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ’ έλατα και με κρύα νερά
μ’ αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο.
Παππού δεν είχαν από δρυ κι απ’ οργισμένον άνεμο
στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα
με πικραμένα μάτια.
Τους πήρε μαύρο σύγνεφο ― δεν είχαν πίσω τους αυτοί
θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή
μάνα που να ’χει σφάξει με τα χέρια της
ή μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό
χορεύοντας να ’χει δοθεί στη λευτεριά του χάρου!
(Απόσπασμα από το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για το χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», εκδόσεις «Ίκαρος», Αθήνα 1981, σελ. 29-30)
Νικηφόρου Βρεττάκου
Ένας στρατιώτης μουρμουρίζει στο αλβανικό μέτωπο
Ποιος θα μας φέρει λίγον
ύπνο εδώ που βρισκόμαστε;
Θα μπορούσαμε τότες
τουλάχιστο
να ιδούμε πως έρχεται
τάχατε η μάνα μας
βαστάζοντας στη μασχάλη
της ένα σεντόνι λουλακιασμένο
με μια ποδιά ζεστασιά
και κατιφέδες από το σπίτι μας.
Ένα φθαρμένο μονόγραμμα
στην άκρη του μαντηλιού:
ένας κόσμος χαμένος.
Τριγυρίζουμε πάνω στο
χιόνι με τις χλαίνες κοκαλιασμένες.
Ποτέ δεν βγήκε ο ήλιος
σωστός απ’ τα υψώματα του Μοράβα,
ποτέ δεν έδυσε ο ήλιος
αλάβωτος απ’ τ’ αρπάγια της
Τρεμπεσίνας.
Τρεκλίζω στον άνεμο
χωρίς άλλο ρούχο,
διπλωμένος με το
ντουφέκι μου, παγωμένος και ασταθής.
(Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια
πατρίδας μου
δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο).
Δε θα μου πήγαινε αυτή η προσβολή περασμένη υπό
μάλης,
δε θα μου πήγαινε αυτό το ντουφέκι αν δεν ήσουν
εσύ,
γλυκό χώμα που νιώθεις σαν άνθρωπος,
αν δεν ήτανε πίσω μας λίκνα και τάφοι που
μουρμουρίζουν
αν δεν ήτανε άνθρωποι κι αν δεν ήταν βουνά με
περήφανα
μέτωπα, κομμένα θαρρείς απ’ το χέρι του θεού
να ταιριάζουν στον τόπο, στο φως και στο πνεύμα
του.
Η νύχτα μας βελονιάζει τα κόκαλα μέσα στ’ αμπριά.
εκεί μέσα
μεταφέραμε τα φιλικά μας πρόσωπα και τ’ ασπαζόμαστε
μεταφέραμε το σπίτι και την εκκλησιά του χωριού μας
το κλουβί στο παράθυρο, τα μάτια των κοριτσιών,
το φράχτη του κήπου μας, όλα τα σύνορά μας,
την Παναγία με το γαρούφαλο, ασίκισσα,
που μας σκεπάζει τα πόδια πριν απ’ το χιόνι,
που μας διπλώνει στη μπόλια της πριν απ’ το θάνατο.
Μα ό,τι κι αν γίνει, εμείς θα επιζήσουμε.
Άνθρωποι κατοικούν μες στο πνεύμα της Ελευθερίας
αμέτρητοι,
Άνθρωποι όμορφοι μες στη θυσία τους, Άνθρωποι.
Ένας μεγάλος καταυλισμός είναι η έννοια της αρετής.
Το ότι πεθάναν, δεν σημαίνει πως έπαψαν να υπάρχουν
εκεί,
με τις λύπες, τα δάκρυα και τις κουβέντες τους.
Ο ήλιος σας θα ’ναι ακριβά πληρωμένος.
Αν τυχόν δεν γυρίσω, ας είστε καλά,
σκεφτείτε για λίγο πόσο μου στοίχισε.
(Σαν ήμουνα μικρός, καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια
της πατρίδας μου
δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο).
(«Τα Ποιήματα»,
Β΄ τόμος, εκδόσεις «Τρία Φύλλα», σελ.
118-119)
ΚΑΤΟΧΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
Άγγελου Σικελιανού
Αντίσταση
Δεν είναι τούτο πάλεμα σε μαρμαρένια αλώνια,
εκεί να στέκει ο Διγενής και μπρος να στέκει ο Χάρος…
Εδώ σηκώνετ’ όλ’ η γη με τους αποθαμένους,
και με τον ίδιο θάνατο νικάει το θάνατό της...
Κι απάνω στα βουνά, κι απάνω στις κορφές τους
φωτάει μεμιάς ανάσταση, ξεσπάει αχός μεγάλος…
Η Ελλάδα σέρνει το χορό ψηλά με τους αντάρτες,
― χιλιάδες δίπλες ο χορός, χιλιάδες τα τραπέζια ―
κι είν’ οι νεκροί στα ξάγναντα πρωτοπανηγυριώτες.
(«Λυρικός βίος – Επίνικοι Β΄ 1940-1946»)
Ηλία Κουρτζή
Στίξη
Σ’ ασβεστωμένο τοίχο
με κάρβουνο γραμμένη
μια λέξη ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
και μια σταγόνα αίμα
στο τέλος για τελεία…
(«Λέξεις»/1985, Κ. Μίσσιου «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», τ. 13, σ. 323, Μυτιλήνη 1998)
Νίκου Σαραντάκου
Εφτά χρονών
Ήταν μικρός, εφτά
χρονώ, σαν ήρθε η κατοχή,
στην πρώτη τάξη… κι
έλεγες πως δε θα νιώθει ακόμα.
Όμως το μίσος που
έκρυβε για τον εχθρό η ψυχή
πώς χώραγε σε
τοσοδούλι σώμα;
Τον Ούννο καθώς
κοίταζε, που εμόλυνε τη γης
καβάλα σε διαβολικά
σιδερικά θανάτου
γινόταν όλος σύσπαση
ανήμπορης οργής
κι άβυσσος ήταν η
ματιά του.
Πληθαίναν γύρω τα
δεσμά, τα πτώματα κι οι τάφοι.
Το σχήμα μιας
εκδίκησης παίρναν σιγά τα μίση.
Κι ήταν μικρός… Να
μπόραγε συνθήματα να γράφει…
Να δοκιμάσει τάχα…;
Να τολμήσει…;
Τον ηύρε η σφαίρα ως
πάσκιζε τα γράμματα να φτάσει
όσο μπορούσε πιο
ψηλά. Κι απόμεινε μισή,
σα μια κατάρα, που
ακλουθά πέρ’ απ’ τον τάφο η φράση:
ΤΣΕΚΟΥΡΙ ΚΑΙ ΚΡΕΜΑΛΑ
ΣΤΟΥΣ ΦΑΣΙ…
(«Της Κατοχής»,
1978 και Κώστα Μίσσιου «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», τ. 9ος, Μυτιλήνη
1998, σελ. 227)
Πέτρου Ανταίου
Αντίσταση
Αντίσταση. Η μεγάλη
στιγμή,
Ελλάδα, στις άμετρες
μέρες σου,
στους πικρούς σου
καιρούς.
Η Αλλαγή.
Τότες που οι γιοι
γεννούσαν αγνούς,
τρυφερούς,
τολμηρούς τους πατέρες
τους.
(«Αντίστροφη μέτρηση»/1991
και Κώστα Μίσσιου «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», τ. 9ος, Μυτιλήνη
1998, σελ. 569)
Άγγελου Σικελιανού
Ανάσταση
Τα χελιδόνια του Θανάτου Σου μηνάν μιαν άνοιξη
καινούρια, Ελλάδα, κι απ’ τον τάφο Σου γιγάντια γέννα…
Μάταια βιγλίζει των Ρωμαίων η κουστωδία τριγύρα Σου…
Ακόμα λίγο, κι ανασταίνεσαι σε νέο Εικοσιένα!
25 Μαρτίου 1942
Οδυσσέα Ελύτη
Η μεγάλη έξοδος
Τις ημέρες εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά και λάβανε την απόφαση, επειδή τα κακά μαντάτα πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μια παλάμη τόπο κάτω από τ' ανοιχτό πουκάμισο, με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος κι εξουσία η Άνοιξη.
Και επειδή σίμωνε η μέρα που το Γένος είχε συνήθειο να γιορτάζει τον άλλο Σηκωμό, τη μέρα πάλι εκείνη ορίσανε για την Έξοδο. Και νωρίς εβγήκανε καταμπροστά στον ήλιο, με πάνου ως κάτου απλωμένη την αφοβιά σαν σημαία, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες. Και ακολουθούσανε άντρες πολλοί, και γυναίκες, και λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια. Όπου έβλεπες άξαφνα στην όψη τους τόσες χαρακιές, που ’λεγες είχανε περάσει μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα.
Τέτοιας λογής αποκοτιές, ωστόσο, μαθαίνοντες οι Άλλοι, σφόδρα ταράχθηκαν. Και φορές τρεις με το μάτι αναμετρώντας το έχει τους, λάβανε την απόφαση να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μία πήχη φωτιά κάτω απ' τα σίδερα, με τις μαύρες κάννες και τα δόντια του ήλιου. Όπου μήτε κλώνος μήτε ανθός, δάκρυο ποτέ δεν έβγαλαν. Και χτυπούσανε όπου να ’ναι, σφαλώντας τα βλέφαρα με απόγνωση. Και η Άνοιξη ολοένα τους κυρίευε. Σαν να μην ήτανε άλλος δρόμος πάνω σ' ολάκερη τη γη για να περάσει η Άνοιξη παρά μονάχα αυτός, και να τον είχαν πάρει αμίλητοι, κοιτάζοντας πολύ μακριά, πέρ’ απ’ την άκρη της απελπισίας, τη Γαλήνη που έμελλαν να γίνουν, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες, και οι άντρες, και οι γυναίκες, και οι λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια.
Και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. Και θερίσανε πλήθος τα θηρία, και άλλους εμάζωξαν. Και την άλλη μέρα εστήσανε στον τοίχο τριάντα.
25 Μαρτίου 1943
(«Άξιον Εστί», ανάγνωσμα τρίτο)
ΟΙ ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ – ΜΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΕΤΕ ΤΟΥΣ ΘΑΥΜΑΣΤΕΣ ΤΟΥΣ
Οδυσσέα Ελύτη
Το οικόπεδο με τις τσουκνίδες
Μιαν από τις ανήλιαγες μέρες εκείνου του χειμώνα, ένα πρωί Σαββάτου, σωρός αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες εζώσανε το μικρό συνοικισμό του Λευτέρη, με τα τρύπια τενεκεδένια παράθυρα και τ’ αυλάκια των οχετών στο δρόμο. Και φωνές άγριες βγάνοντας, εκατεβήκανε άνθρωποι με χυμένη την όψη στο μολύβι και τα μαλλιά ολόισα, ίδιο άχερο. Προστάζοντας να συναχτούν οι άντρες όλοι στο οικόπεδο με τις τσουκνίδες. Και ήταν αρματωμένοι από πάνου ως κάτου, με τις μπούκες χαμηλά στραμμένες κατά το μπουλούκι. Και μεγάλος φόβος έπιανε τα παιδιά, επειδή τύχαινε, σχεδόν όλα, να κατέχουνε κάποιο μυστικό στην τσέπη ή στην ψυχή τους. Αλλά τρόπος άλλος δεν ήτανε, και χρέος την ανάγκη κάνοντας, λάβανε θέση στη γραμμή, και οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη, το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα ξετυλίξανε γύρω τους το συρματόπλεγμα. Και κόψανε στα δύο τα σύγνεφα, όσο που το χιονόνερο άρχισε να πέφτει, και τα σαγόνια με κόπο κρατούσανε τα δόντια στη θέση τους, μήπως τους φύγουν ή σπάσουνε.
Τότε, από τ’ άλλο μέρος φάνηκε αργά βαδίζοντας να ’ρχεται Αυτός με το Σβησμένο Πρόσωπο (=κουκουλοφόρος Έλληνας καταδότης, συνεργάτης Γερμανών), που σήκωνε το δάχτυλο κι οι ώρες ανατρίχιαζαν στο μεγάλο ρολόι των αγγέλων. Και σε όποιον λάχαινε να σταθεί μπροστά, ευθύς οι άλλοι τον αρπάζανε από τα μαλλιά και τον εσούρνανε χάμου πατώντας τον. Ώσπου έφτασε κάποτε η στιγμή να σταθεί και μπροστά στο Λευτέρη (=Έλληνας αγωνιστής). Αλλά κείνος δε σάλεψε. Σήκωσε μόνο αργά τα μάτια του και τα πήγε μεμιάς τόσο μακριά – μακριά μέσα στο μέλλον του – που ο άλλος ένιωσε το σκούντημα κι έγειρε πίσω με κίντυνο να πέσει. Και σκυλιάζοντας, έκανε ν’ ανασηκώσει το μαύρο του πανί, να του φτύσει κατάμουτρα. Μα πάλι ο Λευτέρης δε σάλεψε.
Πάνω σ’ εκείνη τη στιγμή, ο Μεγάλος Ξένος (=Γερμανός), αυτός που ακολουθούσε με τα τρία σιρίτια στο γιακά, στηρίζοντας στη μέση τα χέρια του, κάγχασε: ορίστε, είπε, ορίστε οι άνθρωποι που θέλουνε, λέει, ν’ αλλάξουνε την πορεία του κόσμου! Και μη γνωρίζοντας ότι έλεγε την αλήθεια ο δυστυχής, καταπρόσωπο τρεις φορές του κατάφερε το μαστίγιο. Αλλά τρίτη φορά ο Λευτέρης δε σάλεψε. Τότε, τυφλός από τη λίγη πέραση που ’χε η δύναμη στα χέρια του, ο άλλος, μη γνωρίζοντας τι πράττει, τράβηξε το περίστροφο και του το βρόντηξε σύρριζα στο δεξί του αυτί.
Και πολύ τρομάξανε τα παιδιά, και οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη και το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα κέρωσαν. Επειδή πήγανε κι ήρθανε γύρω τα χαμόσπιτα, και σε πολλές μεριές το πισσόχαρτο έπεσε και φανήκανε μακριά, πίσω απ’ τον ήλιο, οι γυναίκες να κλαίνε γονατιστές, πάνω σ’ ένα έρμο οικόπεδο, γεμάτο τσουκνίδες και μαύρα πηχτά αίματα. Ενώ σήμαινε δώδεκα ακριβώς το μεγάλο ρολόι των αγγέλων.
(Οδυσσέα Ελύτη «Άξιον Εστί», ανάγνωσμα τέταρτο)
ΕΚΑΤΟΜΒΕΣ ΗΡΩΩΝ
Σαράντου Παυλέα
Οι διακόσιοι σκοτωμένοι της Καισαριανής
Άγιοι της πατρίδας διακόσιοι σκοτωμένοι
με το εκτελεστικό απόσπασμα στης Καισαριανής το Σκοπευτήριο
κι εσείς οι πέντε κρεμασμένοι δεν δεχθήκατε να σκεπάσετε τα μάτια σας
εκείνο το πρωί της Πρωτομαγιάς που το αίμα σας έγινε στόλισμα
και άναμμα στη φωτιά της παπαρούνας.
Κάποτε μερικοί από σας θ’ αγκαλιάζατε τα γαλάζια ή τα καστανά
ή τα μαυρομάτικα τα κορίτσια σας κι άλλοι θα παίζατε με τα παιδιά σας
μια καθαρή Δευτέρα σηκώνοντας το χαρταετό τους
γεμίζοντας την καρδιά σας από τις παιδικές φωνές
στα διαλείμματα των σχολείων.
Άγιοι της πατρίδας της πρωτομαγιάς του 1944
δεν έχουμε χρεία μηχανημάτων, για να σας εντοπίζουμε,
γιατί μέσα στο αίμα μας κυκλοφορείτε
των αθλημάτων σας τον αμάραντο στέφανο και την αθλητική σας γύρη
μοιράζετε σε μας, για να βαστάζουμε στους ώμους μας της ελευθερίας την ευθύνη.
……………………………………………………………………………
Ω Διακόσιοι Δίκαιοι του Σκοπευτηρίου της Καισαριανής
που σας σκότωσαν την ημέρα των λουλουδιών
αφήνετέ μας να ντυνόμαστε σήμερα στην απάνθρωπη την εποχή μας
την αγάπη μας για τον άνθρωπο, αγαπώντας τους άλλους να ζεσταινόμαστε
κι όχι μισώντας να κρυώνουμε, να κρυώνουμε.
Φτωχά παιδιά κι υπάλληλοι και φοιτητές, αγρότες κι εργάτες
σας ανακαλύπτουμε σε κάθε μόριο του σώματός μας,
όταν έχουμε την υγεία της ψυχής,
σας ανεβάζουμε στη συνείδησή μας
όπως ένα υδατοανυψωτικό μηχάνημα ανεβάζει το νερό από τα βάθη του
και το πηγαίνει με τ’ αρδευτικά τ’ αυλάκια του
να μιλήσει την τονωτική του ομιλία στις ρίζες των φυτών και των δέντρων.
………………………………………………………………………………
Δεν είναι αναγκαίο να δείξετε στο Θρόνο του Θεού
τα σκοτεινά έτη του κελιού σας, ούτε τον πνιγμό της αγχόνης σας,
ούτε το ματωμένο μολύβι των σφαιρών σας για να σας αναγνωρίσει,
μην του εικονίσετε τις πέτρες του λιθοβολισμού σας
και την κραυγή των βασανιστηρίων σας,
μα δείξτε την καλωσύνη σας και τη γαλάζια την πατριωτική σας ευθυμία
δείξτε στο Θεό και στους γαλάζιους τους αγγέλους
που τον περιτριγυρίζουν με τη ζώνη των ασμάτων τους.
Δείξτε τους τα Δικαιώματα να ζουν οι άνθρωποι Κύριοι στο σπίτι τους
με ομοφροσύνη και κοινοκτημοσύνη
και θα σας αναγνωρίσει, θα κινηθεί από τη θέση του,
θα σηκωθεί να σας υποδεχθεί και να σας καλωσορίσει…
(Απόσπασμα από το έργο «Οι διακόσιοι σκοτωμένοι της Καισαριανής – Πρώτο Θωρακισμένο Άσμα – Οι Άγιοι της Πατρίδας», πρδκ. «Αιολικά Γράμματα», τεύχος 211, σελ. 1, 6-7)
Ρίτας Μπούμη - Παπά
Χίλια σκοτωμένα Κορίτσια
Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
θα πλημμυρίσει η πόλη με βουβά κορίτσια
ο αέρας με στυφή ευωδιά θανάτου
τα φρούρια θα σηκώσουν άσπρες σημαίες
τα οχήματα θα σταματήσουν –
αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες.
Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
θα δείτε χίλια κορίτσια με τρυπημένα στήθη
ακάλυπτα, να σας φωνάζουν
«γιατί μας στείλατε έτσι νωρίς να κοιμηθούμε
σε τόσο χιόνι, αχτένιστες, κλαμένες» –
αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες.
Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
θα ιδούν κατάπληκτα τα πλήθη
πως φάλαγγα πιο ανάλαφρη δεν πάτησε στη γη
πως λιτανεία πιο ιερή δεν έχει παρελάσει
ανάσταση πιο ένδοξη και ματωμένη –
αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες.
Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
γαμήλιο άνθος η πανσέληνος θα υψωθεί
να τις στολίσει
μέσα στα κούφια μάτια τους θα κλαίνε ορχήστρες
οι μπούκλες τους, οι επίδεσμοι θα κυματίζουν
ως τότε, πολλοί από τύψεις θα πεθάνουν –
αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες.
Γεννήθηκα κοντά στην Κασταλία
και όπως σας είπα, άλλο νερό δεν ήπια
ως τη στιγμή που με συλλάβατε
με μόνο φταίξιμο τον έρωτά μου
για τον Απόλλωνα και για τη Λευτεριά!
Σεβάσμιε Παρνασσέ, παππούλη μου,
θα ’δες ληστές αμέτρητους πριν γεννηθούμε
θα ’κουσες κλάματα και βόγκους
πιο βροντερά από τους καταρράχτες σου
και σπαραγμούς πιο τρομερούς από τα βάραθρά σου.
Γι’ αυτό και σαν με πέρασαν πισθάγκωνα δεμένη
έν’ αυγουστιάτικο πρωί
μέσα απ’ τα μονοπάτια σου με τα πυκνά τα κέδρα
δε βρόντηξαν τα διάσελά σου από θυμό
δεν έβγαλες αστροπελέκι.
Αφιερωμένο στις 1352 εκτελεσμένες Ελληνίδες στην Κατοχή (1941-1944) και ξεχωριστά στη 17χρονη μαθήτρια Ηρώ Κωνσταντοπούλου, που την εκτέλεσαν οι Γερμανοί στο Σκοπευτήριο Καισαριανής στις 5 Σεπτεμβρίου 1944, ένα μήνα και λίγες μέρες πριν από την απελευθέρωσή μας.
Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ
Σοφίας Μαυροειδή - Παπαδάκη
Αόρατη Πομπή
Πάνω απ’ τις ατελείωτες αυτές λεγεώνες των ελευτερωμένων
ανθρώπων, που πανηγύριζαν ξέφρενα, είδα μιαν άλλη ανάερη
πομπή, που γιόρταζε στον αιθέρα, πιο ξέφρενα, από κείνους
που πατούσαν τα πόδια τους πάνω στη γη.
Δε θα ξεχάσω ποτέ την αόρατη εκείνη πομπή! Πάνω από τα
κεφάλια μας φτερούγιζαν τραγουδώντας οι νεκροί μας.
Πώς γιόρταζαν τ’ άσαρκα αυτά παιδιά της Ελλάδας!
Γιόρταζαν κι εξηγούσαν το θάμα!
«Σε ποτίσαμε με το αίμα μας, Λευτεριά!
Σε θρέψαμε με της νιότης μας τον Απρίλη!
Σε στήσαμε πάνω στα σπασμένα μας πόδια,
στ’ αποκεφαλισμένα κορμιά μας.
Σου χαρίσαμε και τη στερνή μας ανάσα.
Είσαι δικό μας έργο, Λευτεριά!
Είσαι το δώρο που κάνουμε σήμερα στην Ελλάδα!
Κι ακόμη είσαι η δικαίωση της θυσίας μας,
η ανταμοιβή μας, τ’ αθάνατο φωτοστέφανό μας.
Δεν πεθάναμε, λοιπόν, άδικα, αφού ζούμε σε σένα,
όπως ζουν οι γονιοί στα παιδιά τους.
Γιατί εμείς σε γεννήσαμε, Λευτεριά,
και σε κάναμε δώρο στους άλλους.»
ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Γιάννη Σκαλόπουλου
Μνημείο Εθνικής Αντίστασης
Έτσι που σε τηράω λεβεντομάνα
με το σπαθί των Μυκηνών στα κρινοδάκτυλα,
προσφέροντας με χάρη
Πατρίδα μου, αγάλλεται η ψυχή μου…
Παιδιά σου οι πολεμάρχοι, ας φιλιώσουν
κάτου απ’ το γαλάζιο ανάστημά σου
κι ας θυμηθούμε το κρύο, το χιόνι,
την Κατοχή, την πείνα, το σκοτάδι
του φασισμού κι ας στοχαστούμε
πως πάντα πρέπει ολόρθοι ν’ αγροικούμε
του Μίσους τα σκυλιά και τους προδότες…
Κάτου, σε τούτο το μνημούρι να σταθούμε
αιώνια Ελλάδα που ξαναγεννιέσαι,
στα περιβόλια της θάλασσας αντάμα
να σεργιανίσουμε σύντροφοι, αδελφωμένοι…
Ν’ αντισταθούμε στου Μίσους τις Σειρήνες
κι ενωμένο τ’ ωραίο νησί της Λέσβου
καταθέτει, σαν μια γροθιά, τα δώρα
ελιά κι αστάχυ και δάφνινο στεφάνι,
τα πλούτια της Καρδιάς και του φωτός της…
Πατρίδα, αρραβωνιαστικιά του Στοχασμού μου…
(Εμπρ./6-9-1990, Κ. Μίσσιου «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», σ. 258, Μυτιλήνη 1998)
Η ΕΠΕΤΕΙΟΣ
Γιώργου Σαραντάρη
Ακόμα δεν μπόρεσα
Ακόμα δεν μπόρεσα να χύσω ένα δάκρυ
πάνω στην καταστροφή
δεν κοίταξα ακόμα καλά τους πεθαμένους,
δεν πρόφτασα να δω πως λείπουνε
από τη συντροφιά μου,
πως έχασαν τον αέρα που εγώ αναπνέω
και πως η μουσική των λουλουδιών,
ο βόμβος των ονομάτων που έχουνε τα πράγματα
δεν έρχεται στ’ αυτιά τους.
ακόμα δεν χλιμίντρισαν τα άλογα
που θα με φέρουν πλάι τους.
Να τους μιλήσω,
να κλάψω μαζί τους
και ύστερα να τους σηκώσω όρθιους.
όλοι να σηκωθούμε σαν ένας άνθρωπος
σαν τίποτα να μην έχει γίνει
σαν η μάχη να μην είχε περάσει πάνω από τα κεφάλια μας.
(«Τα ποιήματα»)
Δημήτρη Γιαννουκάκη
Επέτειος της νίκης
Τώρα, που χρόνια πέρασαν από τη μέρα κείνη,
τη μέρα τη χαρμόσυνη, που χτύπησαν καμπάνες,
όποιος κοιτάζει γύρω του και βλέπει τι έχει γίνει,
τα ορφανεμένα τα παιδιά, τις μαυροφόρες μάνες…
Όποιος κοιτάζει γύρω του, μιας φρίκης οπτασίες,
που άφησ’ ένας πόλεμος, στα χρόνια τα πικρά,
τα γκρεμισμένα τα σχολειά, πεσμένες εκκλησίες
και τάφους που σκεπάζουνε τα νιάτα τα νεκρά….
Ενώ θα βλέπει τραγική την τόση αδικία,
που πλήγωσε θανάσιμα του κόσμου την ειρήνη,
κι όταν πεισθεί πως πέρασε σα θύελλα η κακία
και σάρωσε την όμορφη και θεία καλοσύνη,
θα σιγολέει – και μέσα του θα πλημμυρίζει ο πόνος
μπρος στην εικόνα τη φρικτή τέτοιου κατακλυσμού:
– Επέρασαν οι βάρβαροι του Εικοστού Αιώνος
και ήπιαν αίμα στην υγειά του νέου Πολιτισμού!!…
Στρατή Γαλάνη
Ανθούλας Ζόλδερ
Γιώργου Γιαννουλέλλη
Αριστοτέλη Νικολαΐδη
Μνήμες 1940-41
Ήταν η μούρη τους γαμψή,
το μάτι τους πηγάδι
λόξυγγας, κούφια στόματα,
οι οστρακοδαίμονες
οι ορνιθολάτες, οι σιδεροκάνθαροι
παιδιά της λύκαινας, μαθές, με τα τετράδυμα βυζιά.
Χειμώνας πιο μεγάλος απ’ το χιόνι.
Στα σύνορα της Ιστορίας πολεμούσαν
οι ξεχωριστοί. νύχτα
και γλυκοχάραζε
με νέα φαντάσματα ξεχύνονταν από τα πέρατα
με τα γεωμετρικά τους ράμφη κατεβαίνοντας
χαμένοι από την ίδια τους κοψιά, μυριάδες,
ο κόσμος, φαίνεται, ξεχνά παρόμοια τέρατα,
τέτοιους αφορισμένους ίσκιους: τώρα
στα ημίκλειστα μουσεία βλέπεις τους χιτώνες
ή τα κράνη τους να τα φορούν ξεμωραμένοι στρατηγοί.
(Συγκεντρωμένα ποιήματα/1991
και Κώστα Μίσσιου «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», τ. 9ος, Μυτιλήνη 1998,
σελ. 593)
Στρατή Γαλάνη
Ελ-Αλαμέιν
Τάφοι απέριττοι, τάφοι
απλοί
τάφοι σ’ ατέλειωτες
σειρές… Πολλοί!!
Σταυροί σε ήρωες απ’ όλη τη γης,
σε νέους που πέσανε, κάθε φυλής…
Βρετανοί, Αφρικανοί, Αυστραλοί,
Έλληνες, Γάλλοι, Νεοζηλανδοί
στο χώμα, πλάι σε «εχθρούς» Γερμανούς
ποτές να μην κλάψουν πια μάνες τους γιους!!!
Ήρωες, αδέλφια, απ’ την Ελλάδα εμείς
σημάδι αγάπης για σας… Και τιμής!!!
Λίγα λουλούδια στους τάφους σας ρίξαμε
μαζί πολεμήσαμε τότε… μα ζήσαμε!!!
(Περιοδικό «Τα
Μανταμαδιώτικα»/35/1986 και Κώστα Μίσσιου «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών»,
τ. 9ος, Μυτιλήνη 1998, σελ. 346)
Ανθούλας Ζόλδερ
Χιροσίμα
Είμαι ο πόνος, η
οιμωγή, το δέος!
το καμένο κλωνάρι, οι
καψαλισμένοι οριζώνες,
το ασθενικό χρυσάνθεμο
κι ο σπασμένος λωτός!
Η έξαλλη Γιαπωνέζα με
την άγονη μήτρα
και το δύστυχο βρέφος
της εποχής του ολέθρου!
Είμαι ο οίωτος, η Σαχάρα
του πολέμου,
ο λίβας και η λάβα της
ερήμωσης.
Πάνω απ’ το ύφασμα της
συμφοράς μου
ψιθυρίζω βόγγους – πύρινες
ανάσες –
που πνίγονται
μέσα στην κόλαση
θανατικής κατάρας!
Είμαι η λιπασμένη, από
ανθρώπινες υπάρξεις, στάχτη
που η ανάμνησή της θ’
ανασαίνει για πάντα το θυμίαμα
της θυσίας και η
κραυγή της θ’ απλώνεται
πάνω από λαούς και
γενιές
για να λυγίζουν κάτω
απ’ το βάρος της αδικίας,
της αμαρτίας και της ντροπής
του πολέμου
μέσα στον θρίαμβο της
μετάνοιας.
Είμαι η στάχτη – μέσα
στη μοίρα μου –
που θα ζει αιώνια
φλογερή
ο στημένος τύμβος της
πυρηνικής κόλασης
που θα υψώνεται πάνω
από μίση κι ορόσημα
για να πυρώνει την
ανθρώπινη σκέψη προς τη μεταμέλεια
και να την κατευθύνει
προς της Ειρήνης τα
υψηλά ιδανικά για έναν κόσμο
αδερφωμένο, γιομάτο
στοχασμό και συμπόνια,
λύτρωση κι αγάπη.
Είμαι το μεγάλο «ΚΑΤΗΓΟΡΩ»
κι ο σβηστός Ήλιος
της χώρας του ανατέλλοντος
ήλιου!
Είμαι μια και μόνη
Η ΧΙΡΟΣΙΜΑ…
(«Ηχώ των δρόμων»/35/1986
και Κώστα Μίσσιου «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», τ. 9ος, Μυτιλήνη 1998,
σελ. 352)
Γιώργου Γιαννουλέλλη
Κατοχή
Χα-χα-χα. Γελά
σαρκαστικά
στα μούτρα των
ρομαντικών ανθρώπων
η πραγματικότης.
Πού ’ναι οι σπόροι
που σπείρατε;
Πού ’ναι οι καρποί
που θερίσατε;
Εντύσατε τον άνθρωπο
με μιαν άσπρη φορεσιά
παίρνοντας για στημόνι
και για υφάδι
τον ουρανό με τ’ άστρα.
Μα τώρα που ξέσπασε η
θύελλα
κυλούν οι χείμαρροι
θολοί
ξεσκίστηκε η ουράνια φορεσιά
και κάτω απ’ τα λευκά κουρέλια
να! τα ματοβαμμένα νύχια
κι οι μαλλιαρές προβιές.
Χα-χα-χα. Γελά η πραγματικότητα
στα ωραία και λυπημένα
πρόσωπα των ρομαντικών ανθρώπων
και τους φορεί γι’ απειροστή φορά
το ακάνθινο στεφάνι.
(«Ανάμεσα στον
ουρανό και τη γη»/1950 και Κώστα Μίσσιου «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών»,
τ. 9ος, Μυτιλήνη 1998, σελ. 476)
Αριστοτέλη Νικολαΐδη
Κατοχή
Το κρύο εκείνο πέρασε
κι απ’ τους εκτελεσμένους
έμειναν μόνο οι
αριθμοί.
Ψείρες, νεκροτομείο,
τοίχος-άλτ!
σ’ έπιασαν, κάποιος άλλος
θα ξεφύγει
μα κανείς δεν θα ξεφύγει
απ’ τον εαυτό του: Κατοχή.
(Συγκεντρωμένα ποιήματα/1991
και Κώστα Μίσσιου «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», τ. 9ος, Μυτιλήνη 1998,
σελ. 593)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου